Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὠμότης

См. также в других словарях:

  • ὠμότης — rawness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοτήτων — ὠμότης rawness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμότησι — ὠμότης rawness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμότησιν — ὠμότης rawness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμότητα — ὠμότης rawness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμότητας — ὠμότης rawness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμότητι — ὠμότης rawness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμότητος — ὠμότης rawness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθωμότης — λιθωμότης, ὁ (Α) αυτός που ορκίζεται σε λίθινο βωμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ωμότης (< ὄμνυμι), πρβλ. ορκ ωμότης, συν ωμότης. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • συνωμότης — ο, ΝΜΑ, θηλ. συνωμότισσα Ν, και θηλ. συνωμότις, ιδος Μ, και αττ. τ. ξυνωμότης Α αυτός που ορκίζεται μυστικά μαζί με άλλους για την από κοινού ανάληψη και εκτέλεση μιας αξιόποινης πράξης, αυτός που μετέχει σε συνωμοσία αρχ. μτφ. αυτός που κρυφά… …   Dictionary of Greek

  • ψευδωμότης — ὁ, Α ψεύδορκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ωμότης (< ὄμνυμι), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. συν ωμότης)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»