-
1 ψευδ-ωμότης
ψευδ-ωμότης, ὁ, der falsch schwört, der Meineidige, Lycophr. 523 u. a. Sp.
-
2 ψευδωμότης
ψευδ-ωμότης, ὁ, der falsch schwört, der Meineidige
См. также в других словарях:
ψευδωμότης — ὁ, Α ψεύδορκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ωμότης (< ὄμνυμι), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. συν ωμότης)] … Dictionary of Greek