-
1 ωλέναι
-
2 ὠλέναι
-
3 καλλίχειρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίχειρ
-
4 καμαρωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμαρωτικός
-
5 στεφάνη
A anything that surrounds or encircles the head, etc., for defence or ornament:2 as a woman's head-dress, diadem, coronal, Il.18.597, h.Hom.6.7, Hes.Th. 578, Ar.Ec. 1034; found on statues, IG22.1126.31 (Amphict. Delph., iv B.C.); distd. fr. στέφανος, in list of offerings, ib.12.264.62, al.; of men, δωρήσασθαι χρυσέῃ στεφάνῃ τὸν κυβερνήτην crown of honour, Hdt.8.118 (v.l. for χρυσέῳ στεφάνῳ); as a piece of outlandish luxury, Ar.Eq. 968: metaph., of a city, ἀπὸ στεφάναν κέκαρσαι πύργων thou hast been shorn of thy coronal of towers, E.Hec. 910 (lyr.), cf. Tr. 784 (anap.), AP9.97 (Alph.).b σ. τριχῶν the outer fringe of hair round bald or shaven crowns, as represented on comic masks, Poll.4.144, cf. 2.40.3 Medic., sutura coronalis, Aret.CD1.2, Poll.2.39.b in the eye, rim of the cornea where it joins the sclerotic, Gal.18(2).47, UP10.2, Ruf.Onom.26, Hsch.; rim of the eyelids, Ruf.Onom.20, Gal.14.767; eyeball, Hp.Vid.Ac.4.c a circular muscle, such as the sphincter ani, Poll.2.211; = corona glandis, Antyll. ap. Orib.50.3.6, Ruf.Sat.Gon.5.d of animals, upper rim of the hoof, coronet, Opp.C.1.232.e in pl., stripes of the wild ass, ib.3.188.5 Geom., plane figure contained between two concentric circles, Hero *Deff.37.b external periphery of a vault, Id.*Mens. 16.6 pl., rings composing the universe, Parm. ap. Placit.2.7.1.II brim or edge of anything, brow of a hill, edge of a cliff, Il. 13.138, Inscr.Prien. 361 (iv B.C.), 42.55 (ii/i B.C.), SIG685.60 (Crete, ii B.C.), Plb.1.56.4, Conon 35;τοῦ θεάτρου Plb.7.16.6
;Τείθρωνος IG92(1).51.2
(Thermum, iii B.C.): generally, edge, border, moulding, Thphr.HP5.6.2, LXX Ex.25.23, al.;ταλάροιο Mosch.2.55
;τύμβου A.R.2.918
; parapet, LXX De.22.8: pl., = αἱ τῶν βωμῶν ὠλέναι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφάνη
-
6 ὠλένη
ὠλέν-η, ἡ,A elbow, or rather the arm from the elbow downwards (cf.ὦμος 1.1
), h.Merc. 388, A.Pr.60, S.Tr. 926, etc.;περίβαλλ' ὠλένας Ar.Ra. 1322
(lyr.): freq. in E., ὠλέναις, ἐν ὠλέναισιν φέρειν, HF 1381, Ba. 1238; ;ὠλέναις λαβεῖν Ba. 1125
codd.; ;φίλην ὀρέξετ' ὠλένην; Med. 902
; (lyr., cf. 307, 311); ; ὠ. ἄκραι the hands, IT 283; ἴσας δέ μοι ψήφους διηρίθμησε Παλλὰς ὠλένῃ is dub. l. ib. 966: in later Prose, Luc.D Deor.20.10, al. (of the wing-bone of a bird, Id.Icar.3): Cleitorian (Arc.) word acc. to AB1096.2 στεφάναι is glossed by αἱ τῶν βωμῶν ὠλέναι, Hsch.
См. также в других словарях:
ὠλέναι — ὠλένη elbow fem nom/voc pl ὠλένᾱͅ , ὠλένη elbow fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφάνη — Όνομα τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (567 κάτ., υψόμ. 20 μ.) στην επαρχία Νικοπόλεως και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Βρίσκεται στα νοτιοδυτικά της Φιλιππιάδας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (13 τ. χλμ., 567 κάτ.). 2. Ημιορεινός οικισμός… … Dictionary of Greek
ωλένη — Μακρό οστό που βρίσκεται στο εσωτερικό μέρος του αντιβραχίονα. H κερκίδα καταλαμβάνει το εξωτερικό μέρος. Το επάνω άκρο της αρθρώνεται με το κάτω μέρος του βραχιόνιου οστού μέσω μιας ημισεληνοειδούς απόφυσης (κορωνοειδής απόφυση) και προς τα έξω… … Dictionary of Greek