-
1 ὠκύ-θοος
ὠκύ-θοος, schnell laufend, auch fem. ὠκύϑοαι Νύμφαι, Eur. Suppl. 1018; τριπέτηλον, d. i. schnell wachsend, Callim. 3, 165.
-
2 ὠκύθοος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠκύθοος
-
3 ὠκύθοος
ὠκύ-θοος, schnell laufend; τριπέτηλον, = schnell wachsend -
4 ωκυθοος
См. также в других словарях:
ιππόθοος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Πρίαμου, βασιλιά της Τροίας. 2. Πελασγός, γιος του Λήδη. Βοήθησε τους Τρώες και δολοφονήθηκε από τον Αίαντα τον Τελαμώνιο. 3. Γιος του Αλέα και της Νεαίρας, που δολοφονήθηκε από τον ανιψιό του, Τήλεφο. 4.… … Dictionary of Greek