Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὕπουλον

См. также в других словарях:

  • ὕπουλον — ὕπουλος extending inwards masc/fem acc sg ὕπουλος extending inwards neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύπαφρος — και δ. γρφ. ὕποφρος, ον, Α 1. ο κάπως αφρώδης 2. αυτός που έχει αφρούς από κάτω («καὶ τούτων οὐδὲν ὅτι οὐχ ὕπαφρόν ἐστι καὶ ἔχον περὶ αὐτὸ θαλάμας», Ιπποκρ.) 3. μτφ. (κατά τον Ησύχ.) «ὕπαφρον τὸ μὴ φανερόν ὕπαφρον λέγουσιν,... ἔνιοι κρύφιον καὶ… …   Dictionary of Greek

  • ύπουλος — η, ο / ὕπουλος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που κάτω από την φαινομενική καλωσύνη ή υγεία κρύβει κακό ή κακά (α. «ύπουλη νόσος» β. «οἰδεῑ καὶ ὕπουλός ἐστιν ἡ πόλις», Πλούτ. γ. «κάλλος κακῶν ὕπουλον», Σοφ.) 2. (για πρόσ.) κρυψίνους, δόλιος, υποκριτικός (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»