-
1 uyuma
ύπνος -
2 sommeil
ύπνος -
3 spánek
ύπνος -
4 spaní
ύπνος -
5 uyku
ύπνος, νύστα -
6 сон
сна α.1. ύπνος•пробудиться ото сна ξυπνώ από τον ύπνο•
спокойный сон ήσυχος (ήρεμος) ύπνος•
неспокойный сон το κακουπνι•
меня клонит ко сну μού ρχεται νύστα•
крпкий сон βαθύς ύπνος•
я сон потерял μού φύγε ο ύπνος (ξαγρύπνησα)•
погрузиться в сон βυθίζομαι στον ύπνο•
со сна ничего я не расслышал δεν άκουσα τίποτε, γιατί κοιμήθηκα•
сон видишь во сне βλέπω στον ύπνο (ονειρεύομαι)•
отойти ко сну πηγαίνω για ύπνο (να κοιμηθώ).
|| νάρκη.2. όνειρο•страшный сон τρομακτικό όνειρο•
толковать сны εξηγώ το όνειρα•
верить в сны πιστεύω στα όνειρα.
|| ονειροφαντασία•всё это сон όλ αυτά είναι ονειροφαντασίες.
εκφρ.приятного сна – (ευχή) καλόν ύπνο•сквозь сон (слышать, чувствовать – σαν στον ύπνο (ακούω, αισθάνομαι), ασαφώς, συγκεχυμένα•спать (заснуть, уснуть) вечным сном – κοιμούμαι τον αιώνιο ύπνο•спать сном праведника (праведных) – κοιμούμαι μακάρια•восстать (воспрянуть) ото сна – σηκώνομαι από τον ύπνο•ни сном ни духом не виноват – είμαι τελείως αθώος•ни сном ни духом не знать – δε γνωρίζω,(δεν ξέρω) τίποτε απολύτως, έχω τελεία άγνοια για κάτι•сна ни в одном глазу нет – δε νυστάζω καθόλου. -
7 крепкий
крепкий ασφαλής (прочный)' γερός, δυνατός (сильный) ◇ \крепкий сон о βαρύς ύπνος* * *••кре́пкий сон — ρ βαρύς ύπνος
-
8 сон
сон м о ύπνος; το όνειρο (сновидение)' видеть \сон ονειρεύομαι; видеть во сне βλέπω στον ύπνο μου* * *мο ύπνος; το όνειρο ( сновидение)ви́деть сон — ονειρεύομαι
ви́деть во сне — βλέπω στον ύπνο μου
-
9 чуткий
чуткий 1) λεπτός· \чуткий сон о ελαφρός ύπνος 2) (отзывчивый) ευαίσθητος, λεπτός* * *1) λεπτόςчу́ткий сон — ο ελαφρός ύπνος
2) ( отзывчивый) ευαίσθητος, λεπτός -
10 спаться
спать||сябезл:мне не спится δέν μέ πιάνει ὕπνος, δέν μοῦ κολλάει ὕπνος· плохо спится κοιμούμαι ἄσχημα. -
11 усыпление
-я ουδ.1. αποκοίμηση. || νάρκωση, υπνώτιση, -μός.2. δηλητηρίαση,3. παλ. ύπνος•сладкое усыпление γλυκός ύπνος.
-
12 Sleep
subs.P. and V. ὕπνος, ὁ.Seen in sleep ( of visions), adj.: V. ἐνύπνιος.——————v. intrans.P. and V. καθεύδειν, κοιμᾶσθαι (Plat. but rare P. also Ar.), εὕδειν (Plat. but rare P. also Ar.), ὑπνώσσειν (Plat. but rare P.), Ar. and P. καταδαρθάνειν, V. βρίζειν, εὐνάζεσθαι, Ar. κατακοιμᾶσθαι.Pass the night: P. and V. αὐλίζεσθαι, V. νυχεύειν (Eur., Rhes.).Lull to sleep: P. and V. κοιμίζειν (Plat.), V. εὐνάζειν, κοιμᾶν, P. κατακοιμίζειν (Plat.).Fall asleep: V. εἰς ὕπνον πίπτειν.Fall asleep afterwards: P. ἐπικαταδαρθάνειν (Thuc. 4, 133).Sleep with another: P. and V. συγκαθεύδειν (dat.), V. συγκοιμᾶσθαι (dat.), συνευνάζεσθαι (dat.), συνεύδειν (dat.) Ar. συγκαταδαρθάνειν (dat.).——————Ὕπνος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sleep
-
13 сон
I. 1. (состояние, противоположное бодрствованию) о ύπνος 2. (сновидение) το όνειρο. II.(единица яркости) το σόν (Sone).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сон
-
14 беспокойный
беспоко́й||ныйприл1. (причиняющий беспокойство) μπελαλίδικος, ἐνοχλητικός, ᾶβολος:\беспокойныйная работа μπελαλίδικη δουλειά; \беспокойный ребенок τό ἄτακτο παιδί;2. (склонный к волнению) ἀνήσυχος/ἀνησυχαστικός, ἀνησυχητικός (выражающий беспокойство):\беспокойный человек ἀνήσυχος ἄνθρωπος \беспокойный сон ταραγμένος ὕπνος; \беспокойный вид ἀνησυχαστική ὀψη;3. (находящийся в возбуждении, в движении) ταραγμένος:\беспокойныйное море ταραγμένη θάλασσα. -
15 дремать
дрем||атьнесов μισοκοιμοϋμαι, λαγο-κοιμοϋμαι:я \дрематьлю μέ πιάνει ὕπνος. -
16 забытье
забытьес ἡ νάρκη, ὁ ἐλαφρός ὑπνος (дремота)! ἡ βύθιση, ὁ βύθος, ἡ λήθη (беспамятство):впадать в \забытье πέφτω σέ λήθη, λιποθυμώ. -
17 крепкий
креп||кийприл1. (твердый, прочный) στερεός, γερός:\крепкийкая ткань τό στερεό ὑφασμα· \крепкий орех τό σκληρό καρύδἰ2. (сильный) ισχυρός, γερός, δυνατός:\крепкий организм ὁ δυνατός (или ὁ ἰσχυρός) ὁργανισμός· \крепкий человек ὁ γερός ἀνθρωπος· \крепкийкое здоровье ἡ δυνατή κράση· \крепкий мороз ἡ δυνατή παγωνιά· он еще \крепкий старик τό λένε ἀκόμα τά κότσια του·3. (насыщенный) δυνατός:\крепкий чай τό δυνατό τσάἰ· \крепкий кофе ὁ βαρύς καφές· \крепкий табак ὁ σέρτικος καπνός· \крепкийкие вина τά δυνατά κρασιά· ◊ \крепкий сон ὁ βαθύς ὑπνος· \крепкийкие напитки τά οἰνοπνευματώδη ποτά· \крепкийкое словцо разг ἡ βαρειά λέξη, ἡ χοντρή κουβέντα. -
18 недосыпание
недосыпа||ниес ὁ ἀνεπαρκής ὕπνος. -
19 непробудный
непробудн||ыйприл:\непробудный сон ὁ βαθύς ὕπνος· спать \непробудныйым сном κοιμάμαι βαθειά· \непробудныйое пьянство τό ἀκατάπαυστο μεθύσι. -
20 неспокойный
неспоко́йн||ыйприл1. ἀνήσυχος, ἀσίγαστος / ἀεικίνητος (о человеке)·2. (тревожный) ἀνήσυχος:\неспокойный сон ἀνήσυχος ὑπνος·3. (бурный) ταραγμένος, τεταραγ-μένος:\неспокойныйое мо́ре ἡ ταραγμένη θάλασσα· \неспокойныйая жизнь ἡ ταραγμένη ζωή.
См. также в других словарях:
Ὕπνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕπνος — sleep masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek
ύπνος — ο 1. η κατάσταση του κοιμισμένου, η φυσιολογική νάρκη του εγκεφάλου, κατά την οποία παρατηρείται μείωση της συνείδησης και της κινητικής ικανότητας: Ο ύπνος είναι αδελφός του θανάτου. 2. μτφ., κάθε κατάσταση ψυχικής ή διανοητικής αδράνειας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὕπνος γλυκίων μέλιτος. — ὕπνος γλυκίων μέλιτος. См. Сладкий сон … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὁ ὕπνος θανάτου ἀδελφός. — ὁ ὕπνος θανάτου ἀδελφός. См. Сон смерти брат … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ГИПНОС — • Ύπνος, Somnus (от sopire), бог сна, сын Ночи (Νύξ), брат близнец Смерти (Θάνατος), с которой он живет в подземном мире. Ноm. Il. 16, 672, 14, 231. Hesiod. theog. 211. 758. Между тем как бессердечный и возбуждающий ужас даже в богах… … Реальный словарь классических древностей
Ὕπνω — Ὕπνος masc nom/voc/acc dual Ὕπνος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕπνε — Ὕπνος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕπνε — ὕπνος sleep masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕπνοι — Ὕπνος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)