Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὕδνον

См. также в других словарях:

  • ὕδνον — truffle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕδνα — ὕδνον truffle neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕδνοις — ὕδνον truffle neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕδνου — ὕδνον truffle neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕδνων — ὕδνον truffle neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Hydnum — Taxobox name = Hydnum image width = 250px regnum = Fungi divisio = Basidiomycota classis = Homobasidiomycetae subclassis = Hymenomycetes ordo = Cantharellales familia = Hydnaceae genus = Hydnum genus authority = L., Fr., 1821 Hydnum is a genus of …   Wikipedia

  • κεραύνιος — α, ο (ΑΜ κεραύνιος, ία ον, Α καί ος, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραυνό ή αυτός που προκαλείται από τον κεραυνό («βροντῇ καὶ κεραυνίᾳ φλογί», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό, κεραυνόπληκτος 2. κεραύνειος* 3. το αρσ.… …   Dictionary of Greek

  • υδνοσφράντης — ὁ, Α 1. αυτός που οσφραίνεται το ύδνο 2. προσωνυμία ατόμου που ζει εις βάρος άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδνον + οσφράντης (< ὀσφραίνομαι), πρβλ. καπν οσφράντης, κωνωπ οσφράντης] …   Dictionary of Greek

  • υδνόκαρπος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια φλακουρτιίδες τής τάξης βιολώδη και περιλαμβάνει 20 περίπου είδη δένδρων τής τροπικής Αφρικής και Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hydnocarpus < hydnum (< …   Dictionary of Greek

  • υδνόφυλλον — τὸ, Α είδος πόας που φύεται πάνω από τα ύδνα δηλώνοντας έτσι το σημείο όπου αυτά βρίσκονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδνον + φύλλον] …   Dictionary of Greek

  • ύδνο — το / ὕδνον, ΝΑ μανιτάρι, γένος βασιδιομυκήτων, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, που ανήκει στην τάξη πολυπορώδη τής κλάσης υμενομύκητες και τού οποίου τα περισσότερα είδη είναι εδώδιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχουν διατυπωθεί… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»