-
1 ύδνον
-
2 ὕδνον
-
3 ὕδνον
-
4 ύδνα
-
5 ὕδνα
-
6 ύδνοις
-
7 ὕδνοις
-
8 ύδνου
-
9 ὕδνου
-
10 ύδνων
-
11 ὕδνων
-
12 βολβός
βολβός, ὁ,A purse-tassels, Muscari comosum, Ar.Ec. 1092, Pl.R. 372c, Arist. Pr. 926a6, Thphr.HP7.13.8, Theoc.14.17, Dsc.2.170: freq.in Com, Pl.Com.173.9, etc.; identified with ὕδνον by Sch.Ar.Nu. 188; also of other bulbous plants, β. ἐμετικός, = Narcissus Tazetta, Dsc.4.156; β. ἄγριος, = κολχικόν, ib.4.83; β. ἐριοφόρος, = Scilla hyacinthoides, Thphr.HP7.13.8 (an Indian kind, perh. Euodendron anfractnosum, Phan.Hist.28); β., = νάρκισσος, Ps.-Dsc.4.158; = ἡμεροκαλλές, Id.3.122; βολβοί perh. = eyes on root-stock of κάλαμος, Dsc.1.85. -
13 γεράνειον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεράνειον
-
14 ἴτον
Grammatical information: n.Meaning: Thracian name for a kind of mushroom (Thphr. fr. 167, Plin. H.N. 19, 36)Other forms: οὐιτόν τὸ ὑπ' ἐνίων οἰτόν H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Prob. Ϝιτόν; thus DELG. Prob. - Fur. 110, 184 connects ὕδνον, ὕτνον `truffle' which has variants οἶδνον, οἶτνον. I don't think Furnée is right when he assumes a prothetic ο- (ο- and ου- just indicate Ϝ-, a bilabial w). So we have * wit- and * wid-n-, with a suffix beginning with n-, and voicing before the nasal (Fur. 110: σπίκανος, σπιγνός; on the suffixes with nasal, added after consonant, Beekes, Pre-Greek, Suffixes, - ν-). Further the ι became υ after the w, which itself disappeared before the υ (so wit- \> wut- \> ut-).Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἴτον
-
15 οἰτόν
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > οἰτόν
-
16 ὀπιτίων
Grammatical information: m.Meaning: `a plant with a bulb', perh. Buneum ferulaceum (Thphr.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Furnée 240 compares οὔιτον `an Egyptian truffle'; ουιτον τὸ ὑπ' ἐνίων οἰτόν H. beside ἴτον a Thracian mushroom (Ath. 2, 62a v.l. οἰτόν ( iton Plin.), which he analyses as ( ὀ)Ϝιτον; he further connects ὕδνον, οἴδνα. The forms point to a Pre-Greek word.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀπιτίων
См. также в других словарях:
ὕδνον — truffle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδνα — ὕδνον truffle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδνοις — ὕδνον truffle neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδνου — ὕδνον truffle neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδνων — ὕδνον truffle neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Hydnum — Taxobox name = Hydnum image width = 250px regnum = Fungi divisio = Basidiomycota classis = Homobasidiomycetae subclassis = Hymenomycetes ordo = Cantharellales familia = Hydnaceae genus = Hydnum genus authority = L., Fr., 1821 Hydnum is a genus of … Wikipedia
κεραύνιος — α, ο (ΑΜ κεραύνιος, ία ον, Α καί ος, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραυνό ή αυτός που προκαλείται από τον κεραυνό («βροντῇ καὶ κεραυνίᾳ φλογί», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό, κεραυνόπληκτος 2. κεραύνειος* 3. το αρσ.… … Dictionary of Greek
υδνοσφράντης — ὁ, Α 1. αυτός που οσφραίνεται το ύδνο 2. προσωνυμία ατόμου που ζει εις βάρος άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδνον + οσφράντης (< ὀσφραίνομαι), πρβλ. καπν οσφράντης, κωνωπ οσφράντης] … Dictionary of Greek
υδνόκαρπος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια φλακουρτιίδες τής τάξης βιολώδη και περιλαμβάνει 20 περίπου είδη δένδρων τής τροπικής Αφρικής και Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hydnocarpus < hydnum (< … Dictionary of Greek
υδνόφυλλον — τὸ, Α είδος πόας που φύεται πάνω από τα ύδνα δηλώνοντας έτσι το σημείο όπου αυτά βρίσκονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδνον + φύλλον] … Dictionary of Greek
ύδνο — το / ὕδνον, ΝΑ μανιτάρι, γένος βασιδιομυκήτων, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, που ανήκει στην τάξη πολυπορώδη τής κλάσης υμενομύκητες και τού οποίου τα περισσότερα είδη είναι εδώδιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχουν διατυπωθεί… … Dictionary of Greek