-
121 καλλιποταμος
-
122 κεραμιον
-
123 κινησις
1) движение(κινήσεως ἀρχέ τὸ αὑτὸ κινοῦν, sc. ἐστιν Plat.)
ἐκδεχόμενοι τέν τοῦ ὕδατος κίνησιν NT. впосл. погов. — чающие движения воды, т.е. ожидающие благоприятных обстоятельств2) воен. передвижение, перемещение войск Polyb.3) народное движение, возмущение(κ. καὴ ταραχή Polyb.)
4) переворот, смена(πολιτειῶν Arst.)
5) волнение, потрясениеκ. αὕτη μεγίστη τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο Thuc. — (Пелопоннесская война) была самым большим потрясением для греков
-
124 κλυδων
1) (тж. κ. τοῦ ὕδατος NT.) морское волнение, прибой волн(πελάγιος Eur.)
τοίχους λῦσε κ. ἀπὸ τρόπιος Hom. — волнение оторвало борты от киля;βοᾷ πόντιος κ. Aesch. — ревет морской прибой2) перен. наплыв, поток, водоворот(κακῶν Aesch.; ξυμφορᾶς Soph.)
κ. ἔφιππος Soph. — бешеная скачка на конях;πολὺς κ. δορός и πολέμιος κ. Eur. — военная гроза;κ. ἔριδος Eur. — буря раздоров, шумная ссора;ἐν κλύδωνι τῶν ἄλλων πόλεων Plat. — в водовороте международных раздоров;κ. καὴ μανία Dem. — полная неразбериха -
125 κονια
эп.-ион. κονίη (ῐ, но ῑ в трехсложных формах и в арсисе последней стопы у Hom.) ἥ тж. pl.1) пыль, песок, прах(ὦρτο κ. ἐκ πεδίου Hom.; πεσεῖν ἐν κονίῃσι Hom., Hes.)
2) пепел, зола(καθέζετο ἐπ΄ ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσιν, sc. Ὀδυσσεύς Hom.)
3) щелок(κ. γίνεται ὕδατος εἰς τέφραν ἐμπεσόντος Plut.)
λοῦσαι ἄνευ κονίας Arph. — мыть без щелока, перен. без затруднений -
126 κρουνος
ὅ1) родник, источник, ключ(καλλιρροος Hom.)
2) обильная струя, поток(κρηναίου ποτοῦ Soph.; αἵματος Eur.; ὕδατος Arst.)
κρουνοὴ Ἁφαίστοιο Pind. — потоки Гефеста, т.е. огненной лавы;τὸν κρουνὸν ἀφιέναι Arph. — давать волю потоку (красноречия) -
127 κρυψις
-
128 μαρανσις
См. также в других словарях:
ὕδατος — ὕδωρ water neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέτρην κοιλαίνει ῥανὶς ὕδατος ἐνδελεχείη. — πέτρην κοιλαίνει ῥανὶς ὕδατος ἐνδελεχείη. См. Капля по капле и камень долбит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
θοὔδατος — ὕδατος , ὕδωρ water neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χὔδατος — ὕδατος , ὕδωρ water neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
водьныи — (97) пр. 1.Относящийся к воде: лоуче бо съ оуставъмь пити вино. съ величаниѥмь водьноуоумоу питию. и вижъ ми въ мироу вино пиющиихъ ст҃ыихъ моужъ. Изб 1076, 237 об.; нынѣ оубо ликоуеши и съ бесплътьныими. христа непрестаньно славословѩ. ѡтъ бога… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ενυδάτωση — Χημική αντίδραση. Χαρακτηρίζεται από την προσθήκη ύδατος σε μια οργανική η ανόργανη ένωση. Παραδείγματα ε. στην οργανική χημεία αποτελούν όλες οι προσθήκες ύδατος (με τη μορφή ιόντων υδρογόνου και υδροξυλίου ξεχωριστά) στους διπλούς και τριπλούς… … Dictionary of Greek
εστέρες — Χημικές ενώσεις που μπορούν σχηματικά να θεωρηθούν ότι παράγονται από ένα οργανικό ή ανόργανο οξύ, με αντικατάσταση ενός υδρογόνου μιας υδροξυλικής ομάδας με τη ρίζα μιας αλκοόλης. Οι ε. των ανόργανων οξέων εξετάζονται αποκλειστικά με βάση το οξύ … Dictionary of Greek
вода — ВОД|А (1137), Ы с. 1.Вода: Аште ли же съсоудъ имоущь водоу въврьжеть сѩ оугль оугасаѥть Изб 1076, 208 об.; ѡни же ˫ако земл˫а жажющи˫а воды тако приимаахоу словеса ѥго. ЖФП XII, 39г; водопрѣдъстателѥ... въ вина мѣсто водоу б҃оу приносѩть. (ὕδωρ)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… … Dictionary of Greek
θερμοκρασία — Η έννοια της θ. αποτελεί την ποσοτική έκφραση της αίσθησης του θερμού ή του ψυχρού που έχουμε όταν αγγίζουμε ένα σώμα. Για να εξαλείψουμε τις αναπόφευκτες ασάφειες που οφείλονται στην υποκειμενικότητα των αισθήσεων, παίρνουμε ως βάση για τη… … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek