-
1 καλλιπόταμος
κάλλιπόταμοςof beautiful rivers: masc /fem nom sgκαλλιπόταμοςmasc /fem nom sg -
2 καλλιποταμος
-
3 κάλλιπόταμος
κάλλῐ-πότᾰμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάλλιπόταμος
-
4 καλλιπόταμος
-
5 καλλιπόταμον
κάλλιπόταμοςof beautiful rivers: masc /fem acc sgκάλλιπόταμοςof beautiful rivers: neut nom /voc /acc sgκαλλιπόταμοςmasc /fem acc sgκαλλιπόταμοςneut nom /voc /acc sg -
6 νοτίς
νοτίς, ίδος, ἡ, Feuchtigkeit, Nässe; ποντία νοτίς, Eur. Hec. 1259; καλλιπόταμος ὕδατος νοτίς, Phoen. 649, öfter; auch ταχεῖα νοτὶς διώκει μ' ὀμμάτων, I. A. 684; Alexis bei Ath. IX, 383 e; sp. D., πορφυρέα πόντου, Anyte 12 (VII, 215); λιπαρὴ πεύκης, Pech, Bian. 9 (XI, 248); u. in Prosa, Plat. Tim. 60 d, u. öfter in diesem Dialog, wie Tim. Locr. 101 d, u. einzeln bei Sp.
См. также в других словарях:
καλλιπόταμος — καλλιπόταμος, ον (Α) αυτός που ανήκει σε καλό ποταμό ή προέρχεται από καλό ποταμό («καλλιπόταμος ὕδατος... νοτίς», Ευρ.) … Dictionary of Greek
καλλιπόταμος — κάλλιπόταμος of beautiful rivers masc/fem nom sg καλλιπόταμος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιπόταμον — κάλλιπόταμος of beautiful rivers masc/fem acc sg κάλλιπόταμος of beautiful rivers neut nom/voc/acc sg καλλιπόταμος masc/fem acc sg καλλιπόταμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DIRCE — I. DIRCE Lyci Thebarum Regis uxor, quam ille, repudiatâ Antiope, duxerat, quae cum Antiopen gravidam esse animadverteret (nam post repudium, a Iove compressa fuerat) suspicata virum suum clam cum illa consuescere, in vincula eam coniecit. Verum… … Hofmann J. Lexicon universale
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek