Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καλλιπόταμος

См. также в других словарях:

  • καλλιπόταμος — καλλιπόταμος, ον (Α) αυτός που ανήκει σε καλό ποταμό ή προέρχεται από καλό ποταμό («καλλιπόταμος ὕδατος... νοτίς», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • καλλιπόταμος — κάλλιπόταμος of beautiful rivers masc/fem nom sg καλλιπόταμος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιπόταμον — κάλλιπόταμος of beautiful rivers masc/fem acc sg κάλλιπόταμος of beautiful rivers neut nom/voc/acc sg καλλιπόταμος masc/fem acc sg καλλιπόταμος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • DIRCE — I. DIRCE Lyci Thebarum Regis uxor, quam ille, repudiatâ Antiope, duxerat, quae cum Antiopen gravidam esse animadverteret (nam post repudium, a Iove compressa fuerat) suspicata virum suum clam cum illa consuescere, in vincula eam coniecit. Verum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»