-
1 υβρισμα
- ατος τό1) бесчинство, насилие, оскорбление(εἴς τινα Her., Eur., Xen., Dem.)
περὴ πότους ὑβρίσματα Plut. — разнузданные попойки2) собир. насильники, разбойникиτετρασκελὲς ὕ. Κενταύρων γένος Eur. — буйное (разбойничье), четвероногое племя кентавров
3) жертва насилияὕ. θέσθαι τινά Eur. — учинить насилие над кем-л.
-
2 απαντλεω
1) черпать, вычерпывать(ὑγρόν Arst., Plut.)
2) уменьшать, убавлять(ὕβρισμα θνητῶν Eur.; σώματα διαίταις Plat.)
3) облегчать(πόνους τινί Aesch.; βάρος ψυχῆς Eur.)
-
3 διαφθορα
ἥ1) разрушение, разорение(τῆς πόλεως Thuc.)
2) повреждение, обезображивание, порча(τῆς μορφῆς Aesch.)
3) уничтожение, истреблениеΛαΐου διαφθοραί Soph. — убийство Лаия;4) развращение, совращение(τῶν νέων Xen.)
5) подкуп(διαφθοραὴ κριτῶν Arst.)
6) порочность7) тело, бросаемое на съедениеὕβρισμα καὴ διαφθοράν τινι Eur. — на посмеяние и на растерзание кому-л. -
4 ενυβρισμα
-
5 εφαπτω
Iион. ἐπάπτω [ἅπτω I]1) досл. привязывать, прикреплять, закреплять, перен. совершать, делать(ἔργον τι κατ΄ ὀργήν Soph.)
ἐφάψαι πότμον ὀρφανόν Pind. — обречь на бездетность;λύων ἂν ἢ ἐφάπτων (v. l. ἅπτων ἂν ἢ λύων) Soph. — развязывая ли, или связывая, т.е. поступая таким ли образом, или противоположным;pass. — быть укрепляемым, предопределяемым:Τρώεσσι κήδεα или ὀλέθρου πείρατα ἐφῆπται или ἐφῆπτο (ppf. pass.) Hom. — над троянцами нависла гибель;ἀθανάτοιοιν ἔρις καὴ νεῖκος ἐφῆπται Hom. — раздор и распря стали уделом бессмертных;εἴδεος ἐπαμμένος Her. — наделенный красотой;ἁπάσης ταύτης τῆς ἕξεως ἐφαπτόμενα Plat. — то, что связано со всеми этими обстоятельствами2) med. (со)прикасаться, хвататься(τινος Arph., Arst., Plut. и τινος χερί Pind.)
ξίφους ἐ. Aesch. — хвататься за меч;ἐ. τινος τέν διάνοιαν Arst. — размышлять о чем-л.;χείρεσσιν ἐφάψασθαι ἠπείροιο Hom. — ухватиться руками за сушу, т.е. доплыть до берега;σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν Pind. — взойти на новую вершину3) med. (при)касаться, достигать(κελεύθοις ἁπλόαις τινός Pind.; τοῦ ἀληθοῦς Plat.)
4) med. захватывать(ῥυσίων Aesch.; τῶν Ἐρεχθεϊδᾶν δόμων Eur.)
5) med. постигать6) med. быть прикосновенным, причастным(ἀκράντοις ἔπεσι Pind.; τῶν περὴ φύσεως ζητημάτων Plat.)
ἐφάψασθαι τῶν σπονδῶν Plut. — принять участие в заключении перемирияII[ἅπτω II] зажигать, pass. загораться(ὥστε πῦρ ἐφάπτεται ὕβρισμα Eur. - v. l. ὑφάπτεται)
-
6 τετρασκελης
21) четвероногий(οἰωνός Aesch.; μόσχος Eur.)
χέρσου τ. γονή Soph. — сухопутные четвероногие2) свойственный четвероногим (кентаврам)(ὕβρισμα Eur.)
τ. πόλεμος Eur. — война с кентаврами
См. также в других словарях:
ὕβρισμα — wanton neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύβρισμα — το / ὕβρισμα, ΝΑ [ὑβρίζω] νεοελλ. εξύβριση, βρίσιμο αρχ. 1. προσβλητική ενέργεια που πηγάζει από αλαζονεία και αυθάδεια («τὰ τούτων ὑβρίσματα εἰς ἐμέ», Δημοσθ.) 2. το αντικείμενο τής προσβολής, τής ύβρεως 3. υβριστής («τετρασκελὲς ὕβρισμα» ο… … Dictionary of Greek
ὕβρισμ' — ὕβρισμα , ὕβρισμα wanton neut nom/voc/acc sg ὕ̱βρισμαι , ὑβρίζω wax wanton perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβρισμάτων — ὕβρισμα wanton neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβρίσμασι — ὕβρισμα wanton neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβρίσμασιν — ὕβρισμα wanton neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβρίσματα — ὕβρισμα wanton neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβρίσματος — ὕβρισμα wanton neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβρίσμαθ' — ὑβρίσματα , ὕβρισμα wanton neut nom/voc/acc pl ὑβρίσματι , ὕβρισμα wanton neut dat sg ὑβρίσματε , ὕβρισμα wanton neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφθορά — η (ΑΝ) 1. (με ηθική έννοια) ηθική εξαχρείωση, κατάπτωση, έκλυση ηθών 2. δωροδοκία, δεκασμός νεοελλ. (για γυναίκα) αποπλάνηση, ατίμαση αρχ. 1. καταστροφή, αφανισμός, θάνατος («τοὺς δέ τινας χειρωσάμενος... ἀπέστειλε ἐπὶ διαφθορῇ», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
τετρασκελής — ές, ΝΑ αυτός που έχει τέσσερα σκέλη ή τέσσερα πόδια αρχ. 1. (για επίδεσμο) αυτός που έχει τέσσερα άκρα 2. (για ψυχικό πάθος) πολύ μεγάλος 3. φρ. α) «τετρασκελής οἰωνός» είδος γρύπου, μυθικού ζώου με κεφάλι και φτερούγες αετού και με σώμα… … Dictionary of Greek