-
1 υσδος
-
2 οζος
эол. ὔσδος ὅ1) ветвь, побег(φύλλα καὴ ὄζοι Hom.; ὄ. δρυός Pind.)
2) перен. отпрыск, отрасль, потомок(Ἄρηος Hom.; Ἀθηνῶν Eur.)
См. также в других словарях:
ύσδος — ὁ, Α βλ. όζος (Ι) … Dictionary of Greek
όζος — (I) ο (Α ὄζος και αιολ. τ. ὔσδος) 1. το σημείο τού στελέχους τού φυτού από όπου εκφύεται το φύλλο ή το κλαδί, αλλ. κόμβος, γόνατο 2. κλαδί, κλωνάρι, βλαστός 3. άγονος οφθαλμός ή κόμβος, οφθαλμός φυτού ο οποίος δεν βλάστησε («τυφλοὶ ὄζοι», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia