-
1 οζος
эол. ὔσδος ὅ1) ветвь, побег(φύλλα καὴ ὄζοι Hom.; ὄ. δρυός Pind.)
2) перен. отпрыск, отрасль, потомок(Ἄρηος Hom.; Ἀθηνῶν Eur.)
-
2 όζος
ο1) узел, нарост (на дереве); 2) мед. нарост; полип -
3 καπριτσ(ι)όζος
ο, καπριτσ(ι)όζα η, καπριτσ(ι)όζικο τό капризный человек, капризн|ик, -ица; упрям|ец, -ица; капризуля (о ребёнке) -
4 καπριτσ(ι)όζος
ο, καπριτσ(ι)όζα η, καπριτσ(ι)όζικο τό капризный человек, капризн|ик, -ица; упрям|ец, -ица; капризуля (о ребёнке) -
5 υσδος
-
6 δεισοζος
-
7 εξεχω
1) торчать наружу(ὄζος τῆς δᾳδὸς ἐξέχει Arph.)
2) выдаваться вперед, выступать(αἱ φλέβες ἐξέχουσιν Arst.)
-
8 μηλινος
-
9 μυρικινος
-
10 πεντοζος
-
11 πολυοζος
-
12 φηγινος
-
13 χλωρος
нестяж. χλοερός 31) зеленый(ῥῶπες Hom.; ὄρος HH.; ὄζος Hes.; ἐλάται Pind.; ἀκτά Soph.; ὕλη Eur.; χόρτος NT.; σίτου ἔτι χλωροῦ ὄντος Thuc.)
2) изжелта-зеленый, желтоватый(μέλι Hom.; ψάμαθος Soph.)
3) зеленовато-бледный или изжелта-бледный(ὑπαὴ δείους Hom.; σῶμα Thuc.; ἵππος NT.)
4) наводящий бледность(δέος Hom., Sext.; δεῖμα Aesch., Eur.)
5) светлый, блестящий(ἀχλύς, ἀδάμας Hes.; δάκρυ Eur.; ὕδωρ Anth.)
6) свежий(μοχλὸς ἐλάϊνος Hom.; ἔερσαι Pind.; ἄνθεα Eur.; αἷμα Soph.; τυρός Arph., Lys.)
γόνυ χλωρόν или χλοερὰ μέλεα Theocr. — свежие силы, бодрость, крепость
См. также в других словарях:
ὄζος — bough masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όζος — (I) ο (Α ὄζος και αιολ. τ. ὔσδος) 1. το σημείο τού στελέχους τού φυτού από όπου εκφύεται το φύλλο ή το κλαδί, αλλ. κόμβος, γόνατο 2. κλαδί, κλωνάρι, βλαστός 3. άγονος οφθαλμός ή κόμβος, οφθαλμός φυτού ο οποίος δεν βλάστησε («τυφλοὶ ὄζοι», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
καπριτσ(ι)όζος — α, ικο ο καπριτσιόζικος, ο πεισματάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capriccioso < capra «κατσίκι, τρελοκάτσικο»] … Dictionary of Greek
ὄζω — ὄζος bough masc nom/voc/acc dual ὄζος bough masc gen sg (doric aeolic) ὄζω smell pres subj act 1st sg ὄζω smell pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄσδω — ὄζος bough masc nom/voc/acc dual (aeolic) ὄζος bough masc gen sg (doric aeolic) ὄζω smell pres subj act 1st sg (doric) ὄζω smell pres ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄζοι — ὄζος bough masc nom/voc pl ὄζοῑ , ὄζω smell pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄζοις — ὄζος bough masc dat pl ὄζω smell pres opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄζοισι — ὄζος bough masc dat pl (epic ionic aeolic) ὄζω smell pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) ὄζω smell pres ind act 3rd pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄζοισιν — ὄζος bough masc dat pl (epic ionic aeolic) ὄζω smell pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) ὄζω smell pres ind act 3rd pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄζον — ὄζος bough masc acc sg ὄζω smell pres part act masc voc sg ὄζω smell pres part act neut nom/voc/acc sg ὄζω smell imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὄζω smell imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄζου — ὄζος bough masc gen sg ὄζω smell pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ὄζω smell imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)