Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὑᾰκίνθῐνος

См. также в других словарях:

  • ὑακίνθινος — hyacinthine masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υακίνθινος — η, ο / ὑακίνθινος, ίνη, ον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υάκινθο αρχ. (το ουδ.) ὑακίνθινον (κατά τον Ησύχ.) «ὑπομελανίζον, πορφυρίζον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑάκινθος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • ὑακινθίνων — ὑακίνθινος hyacinthine fem gen pl ὑακίνθινος hyacinthine masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑακίνθινον — ὑακίνθινος hyacinthine masc acc sg ὑακίνθινος hyacinthine neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑακινθίνη — ὑακίνθινος hyacinthine fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑακινθίνην — ὑακίνθινος hyacinthine fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑακινθίνοις — ὑακίνθινος hyacinthine masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑακινθίνου — ὑακίνθινος hyacinthine masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑακινθίνους — ὑακίνθινος hyacinthine masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑακινθίνῃ — ὑακίνθινος hyacinthine fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑακινθίνῳ — ὑακίνθινος hyacinthine masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»