-
1 υακίνθινος
-
2 ὑακίνθινος
-
3 ὑακίνθινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑακίνθινος
-
4 ὑακίνθινος
ὑακίνθινος: hyacinthine; ἄνθος, Od. 6.231 and Od. 23.158.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑακίνθινος
-
5 ὑακίνθινος
ὑακίνθινος, ίνη, ινον (ὑάκινθος; Hom.+; PSI 183, 5; LXX; JosAs 18:5 cod. A [p. 68, 1 Bat.] λίθος ὁ μέγας; Philo, Spec. Leg. 1, 94; Jos., Ant. 3, 165) hyacinth-colored, i.e. dark blue (dark red?) w. πύρινος Rv 9:17 or violet τίς νήσει … τὸ ὑακίνθιον (cast lots to determine) who will weave the hyacinth color GJs 10:2 (foll. by κόκκινον and πορφύραν).—DELG s.v. ὑάκινθος. M-M. -
6 ὑακίνθινος
-η,-ον + A 22-0-2-0-2=26 Ex 25,5; 26,4.14; 28,31; 35,7hyacinth-coloured, blueCf. DORIVAL 1994 38.51.220; WEVERS 1990 392.393; →NIDNTT -
7 υακινθίνας
ὑακινθίνᾱς, ὑακίνθινοςhyacinthine: fem acc plὑακινθίνᾱς, ὑακίνθινοςhyacinthine: fem gen sg (doric aeolic) -
8 ὑακινθίνας
ὑακινθίνᾱς, ὑακίνθινοςhyacinthine: fem acc plὑακινθίνᾱς, ὑακίνθινοςhyacinthine: fem gen sg (doric aeolic) -
9 υακινθίνη
ὑακίνθινοςhyacinthine: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ὑακίνθινοςhyacinthine: fem dat sg (attic epic ionic) -
10 υακινθίνων
-
11 ὑακινθίνων
-
12 υακίνθινον
-
13 ὑακίνθινον
-
14 υακινθίνηι
-
15 ὑακινθίνηι
-
16 υακινθίνην
-
17 ὑακινθίνην
-
18 υακινθίνοις
-
19 ὑακινθίνοις
-
20 υακινθίνου
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὑακίνθινος — hyacinthine masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υακίνθινος — η, ο / ὑακίνθινος, ίνη, ον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υάκινθο αρχ. (το ουδ.) ὑακίνθινον (κατά τον Ησύχ.) «ὑπομελανίζον, πορφυρίζον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑάκινθος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek
ὑακινθίνων — ὑακίνθινος hyacinthine fem gen pl ὑακίνθινος hyacinthine masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑακίνθινον — ὑακίνθινος hyacinthine masc acc sg ὑακίνθινος hyacinthine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑακινθίνη — ὑακίνθινος hyacinthine fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑακινθίνην — ὑακίνθινος hyacinthine fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑακινθίνοις — ὑακίνθινος hyacinthine masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑακινθίνου — ὑακίνθινος hyacinthine masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑακινθίνους — ὑακίνθινος hyacinthine masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑακινθίνῃ — ὑακίνθινος hyacinthine fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑακινθίνῳ — ὑακίνθινος hyacinthine masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)