-
21 στάχυς
-
22 σύνοφρυς
(-υος), υς, υ см. συνοφρυωμένος -
23 υδρόμυς
(-υος) ο австралийская водяная крыса -
24 φελλόδρυς
(-υος) η пробковый дуб -
25 ιλυς
I- ύος (ῑλῡ) ἥ1) ил, грязь, тина(ὕδατος ῥέοντος Arst.)
ὑπ΄ ἰλύος κεκαλυμμένος Hom. — покрывшийся тиной;τὰ στόματα ἰλὺν πολλέν λαμβάνοντα Plut. — сильно занесенное илом устье (реки)2) гуща, отстой, осадок(ὅ οἶνος μιγνυμένης τῆς ἰλύος Arst.)
IIтж. εἰλύς - ύος adj. илистый, покрытый илистыми наносами(Αἴγυπτος Her.)
-
26 Κοτυς
I- υος ὅ Котий1) отец Асия, по имени которого Азия, получила якобы, свое название Her.2) фракийский царь в 382-358 гг. до н.э. Dem.II -
27 Λιβυς
-
28 νεκυς
-
29 αγορητυς
-
30 αδακρυς
2, gen. υος1) бесслезный, неплачущий(αἰών Pind.; παῖς Theocr.)
οὐκ ἂν δυναίμην ἄ. εἶναι Eur. — я не смог бы удержаться от слез;πῶς ἄδακρυν μοῖραν σχήσεις ; Eur. — сможешь ли не заплакать над судьбой (детей)?;ἄ. καὴ ἄτεγκτος Plut. — без слез и твердо2) обошедшийся без слез, т.е. не стоивший жертв(νίκη, μάχη Plut.)
πόλεμος οὗτος Λακεδαιμονίοις ἄ. ἔσται Diod. — эта война не будет стоить лакедемонянам слез -
31 αδρυς
-
32 Αθρυς
-
33 ακικυς
-
34 ακοντιστυς
-
35 ακριτοδακρυς
-
36 αλαλητυς
-
37 αλαωτυς
-
38 αλοιφη
ἥ1) жир, сало(ὑός Hom.)
2) мазь, масло(ἐπιχρίεσθαι ἀλοιφῇ Hom.)
3) обмазка, штукатурка Plat.4) перен. налет(ἀνελευθερίας Plut.)
5) смазывание, натирание(μύρων ἀλοιφαί Plat.; αἱ περὴ τέν χροιὰν ἀλοιφαί Plut.)
6) подчистка (sc. ἐν τῷ βιβλίῳ Plut.) -
39 αλυς
-
40 Αλυς
См. также в других словарях:
ὑός — ὗς the wild swine masc/fem gen sg υἱός huihus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσανοβότρυς — υος, ο βοτ. σύνθετη ταξιανθία από θυσάνους (φούντες) και βότρυς (τσαμπιά). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + βότρυς] … Dictionary of Greek
πεντακοσιοστύς — ύος, ἡ ΜΑ άθροισμα ή ποσότητα πεντακοσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντακόσιοι + επίθημα (σ)τύς (πρβλ. εκατο στύς, μυριο στύς)] … Dictionary of Greek
πεντεχιλιοστύς — ύος, ἡ, Μ η αφηρημένη έννοια τού αριθμού πέντε χιλιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε + χίλιοι + επίθημα στύς (πρβλ. μυριο στύς)] … Dictionary of Greek
πεντηκοστύς — ύος, ἡ, Α 1. σύνολο πενήντα ομοειδών μονάδων 2. υποδιαίρεση, μονάδα τού σπαρτιατικού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκο ντα + κατάλ. στύς (πρβλ. μυριο στύς)] … Dictionary of Greek
πιτύμυς — υος, ο, Ν ζωολ. γένος αρουραίων που απαντούν και στην Ελλάδα … Dictionary of Greek
πλαγκτύς — ύος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) περιπλάνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλαγγ τού πλάζω* + επίθημα τύς (πρβλ. οργη τύς)] … Dictionary of Greek
πληθύς — ύος, ἡ, ΜΑ πλήθος, μεγάλος αριθμός ανθρώπων ή πραγμάτων, πληθώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πλῆθος και έχει πιθ. σχηματιστεί από το ρ. πληθύνομαι, αν δεχθούμε ότι αυτό παράγεται απευθείας από το πλῆθος (βλ. πληθύνω)] … Dictionary of Greek
ποθητύς — ύος, ἡ, Α σφοδρός πόθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποθῶ με δυσερμήνευτο επίθημα ητ ύς] … Dictionary of Greek
πρακτύς — ύος, ή, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρακ τού πράττω* + επίθημα τύς (πρβλ. αρπακ τύς)] … Dictionary of Greek
πτερόμυς — υος, ο, Ν ζωολ. γένος σκίουρων που έχουν την ικανότητα να αεροολισθαίνουν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pteromys (< πτερό + μυς)] … Dictionary of Greek