-
1 υψηχής
-
2 ὑψηχής
-
3 ὑψηχής
A making a loud or ringing sound, ὑψηχέες ἵπποι, because of their loud neighing, or their ' high-resounding pace' (cf. ἐρίγδουπος), Il.5.772 (v.l. ὑψαύχενες ap.Longin.), 23.27;τὸ ὑ. τῶν λόγων Philostr. VS1.25.7
. -
4 ὑψηχής
ὑψ-ηχής, ές ( ἦχος): high-neighing, with head raised on high, Il. 5.772 and Il. 23.27.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑψηχής
-
5 υψηχές
-
6 ὑψηχές
-
7 υψηχών
ὑψηχέωsound high: pres part act masc nom sg (attic epic doric)ὑψηχήςmaking a loud: masc /fem /neut gen pl (attic epic doric) -
8 ὑψηχῶν
ὑψηχέωsound high: pres part act masc nom sg (attic epic doric)ὑψηχήςmaking a loud: masc /fem /neut gen pl (attic epic doric) -
9 υψηχέας
-
10 ὑψηχέας
-
11 υψηχέες
-
12 ὑψηχέες
-
13 ὑψαύχην
2 metaph., stately, towering, ;θῶκος Epigr.Gr.903
(Sardis, iv A.D.); of a wine-bottle, AP5.134.3 in moral sense, stately, haughty, ib.250 (Iren.), 9.641 (Agath.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψαύχην
См. также в других словарях:
ὑψηχής — making a loud masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψηχής — ές, Α 1. (για τα άλογα τής Ήρας) αυτός που χλιμιντρίζει δυνατά με τεντωμένη την κεφαλή προς τα πάνω 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑψηχές μτφ. η ιδιότητα τού υψηλόφωνου, τού μεγαλόφωνου («τὸ ύψηχές τῶν λόγων», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ηχής… … Dictionary of Greek
ὑψηχές — ὑψηχής making a loud masc/fem voc sg ὑψηχής making a loud neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηχέας — ὑψηχής making a loud masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηχέες — ὑψηχής making a loud masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηχής — διηχής, ές (Α) 1. αυτός που μεταδίδει ή διαβιβάζει τον ήχο 2. ο πολύ ηχηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + ηχής < ήχος* (πρβλ. πολυηχής, υψηχής)] … Dictionary of Greek
ηχή — ἠχή και δωρ. τ. ἀχά, ή (Ą) 1. ήχος, θόρυβος, βοή 2. θρόισμα 3. ήχος χαρούμενου τραγουδιού 4. (στους τραγ.) κραυγή οδύνης, κραυγή θρήνου 5. έναρθρος ήχος, φωνή, φθόγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. ηχή (< *Fᾱχᾱ), ηχώ και το μτγν. ήχος ανάγονται πιθ. σε… … Dictionary of Greek
υψηχώ — έω, Α [ὑψηχής] ηχώ δυνατά … Dictionary of Greek
ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα … Dictionary of Greek
ὑψηχῶν — ὑψηχέω sound high pres part act masc nom sg (attic epic doric) ὑψηχής making a loud masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)