Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὑψηχής

См. также в других словарях:

  • ὑψηχής — making a loud masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψηχής — ές, Α 1. (για τα άλογα τής Ήρας) αυτός που χλιμιντρίζει δυνατά με τεντωμένη την κεφαλή προς τα πάνω 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑψηχές μτφ. η ιδιότητα τού υψηλόφωνου, τού μεγαλόφωνου («τὸ ύψηχές τῶν λόγων», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ηχής… …   Dictionary of Greek

  • ὑψηχές — ὑψηχής making a loud masc/fem voc sg ὑψηχής making a loud neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψηχέας — ὑψηχής making a loud masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψηχέες — ὑψηχής making a loud masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διηχής — διηχής, ές (Α) 1. αυτός που μεταδίδει ή διαβιβάζει τον ήχο 2. ο πολύ ηχηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + ηχής < ήχος* (πρβλ. πολυηχής, υψηχής)] …   Dictionary of Greek

  • ηχή — ἠχή και δωρ. τ. ἀχά, ή (Ą) 1. ήχος, θόρυβος, βοή 2. θρόισμα 3. ήχος χαρούμενου τραγουδιού 4. (στους τραγ.) κραυγή οδύνης, κραυγή θρήνου 5. έναρθρος ήχος, φωνή, φθόγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. ηχή (< *Fᾱχᾱ), ηχώ και το μτγν. ήχος ανάγονται πιθ. σε… …   Dictionary of Greek

  • υψηχώ — έω, Α [ὑψηχής] ηχώ δυνατά …   Dictionary of Greek

  • ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα …   Dictionary of Greek

  • ὑψηχῶν — ὑψηχέω sound high pres part act masc nom sg (attic epic doric) ὑψηχής making a loud masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»