-
1 υψηχές
-
2 ὑψηχές
См. также в других словарях:
ὑψηχές — ὑψηχής making a loud masc/fem voc sg ὑψηχής making a loud neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψηχής — ές, Α 1. (για τα άλογα τής Ήρας) αυτός που χλιμιντρίζει δυνατά με τεντωμένη την κεφαλή προς τα πάνω 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑψηχές μτφ. η ιδιότητα τού υψηλόφωνου, τού μεγαλόφωνου («τὸ ύψηχές τῶν λόγων», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ηχής… … Dictionary of Greek