Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὑψηχές

См. также в других словарях:

  • ὑψηχές — ὑψηχής making a loud masc/fem voc sg ὑψηχής making a loud neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψηχής — ές, Α 1. (για τα άλογα τής Ήρας) αυτός που χλιμιντρίζει δυνατά με τεντωμένη την κεφαλή προς τα πάνω 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑψηχές μτφ. η ιδιότητα τού υψηλόφωνου, τού μεγαλόφωνου («τὸ ύψηχές τῶν λόγων», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ηχής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»