-
1 ὑψηλογνώμων
A high-minded, proud, Them.Or.15.190d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψηλογνώμων
См. также в других словарях:
ισογνώμων — ἰσογνώμων, ονος, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει ίδια γνώμη ή ίδια αισθήματα ή πεποιθήσεις με άλλον 2. αυτός που έχει την ίδια θέληση ή τον ίδιο σκοπό με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + γνώμων (< γνώμων), πρβλ. καλο γνώμων, υψηλο γνώμων] … Dictionary of Greek
μεγαλογνώμων — μεγαλογνώμων, ον (Α) 1. αυτός που έχει υψηλό και ευγενές φρόνημα, μεγαλόφρων 2. το ουδ. ως ουσ. τό μεγαλόγνωμον η μεγαλογνωμοσύνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ευ γνώμων, ισχυρο γνώμων] … Dictionary of Greek