-
1 ὑψί-πολις
ὑψί-πολις, ὁ, ἡ, der Höchste, Erhabenste in der Stadt, Soph. Ant. 356.
-
2 ὑψί-πυργος
-
3 ὑψίπολις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψίπολις
-
4 ὑψίπολις
ὑψί-πολις, ὁ, ἡ, der Höchste, Erhabenste in der Stadt -
5 υψιπολις
-
6 υψιπυργος
См. также в других словарях:
υψίπολις — όλεως και όλιδος, ὁ, ἡ, Α 1. πολίτης ένδοξης πόλης 2. ο ύψιστος πολίτης μιας πόλης ή, κατ άλλους, αυτός που δοξάζει την πόλη του, την πατρίδα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + πόλις (πρβλ. πολύ πολις)] … Dictionary of Greek