-
1 υψιπυργος
-
2 ὑψίπυργος
ὑψῐ-πυργος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψίπυργος
-
3 ὑψίπυργος
ὑψί-πυργος, mit hohen Türmen; hoch wie ein Turm -
4 υψίπυργον
-
5 ὑψίπυργον
-
6 υψιπύργου
-
7 ὑψιπύργου
-
8 υψιπύργων
-
9 ὑψιπύργων
-
10 Castellated
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Castellated
-
11 Towered
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Towered
-
12 Towering
adj.In a towering passion: use adj., P. περιοργής.Towering to the stars: V. ἀστρογείτων.So that they left in flight the towering steep of the battlements: V. ὥστʼ ἐπάλξεων λιπεῖν ἐρίπνας φυγάδας (Eur., Phoen. 1167).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Towering
-
13 Turreted
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Turreted
См. также в других словарях:
υψίπυργος — ον, Α 1. αυτός που έχει ψηλούς πύργους 2. μτφ. ψηλός σαν πύργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πυργος (< πύργος), πρβλ. καλλί πυργος] … Dictionary of Greek
ὑψίπυργον — ὑψίπυργος high towered masc/fem acc sg ὑψίπυργος high towered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιπύργου — ὑψίπυργος high towered masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιπύργων — ὑψίπυργος high towered masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… … Dictionary of Greek
ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα … Dictionary of Greek