1 προσορμισις
Древнегреческо-русский словарь > προσορμισις
2 υφορμισις
Древнегреческо-русский словарь > υφορμισις
ὅρμισιν — ὅρμισις bringing a ship to anchor fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρμιση — η (Α ὅρμισις) [ορμίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ορμίζω, προσαγωγή πλοίου σε όρμο, σε λιμάνι … Dictionary of Greek