1 υφορμισις
Древнегреческо-русский словарь > υφορμισις
2 υφορμος
Древнегреческо-русский словарь > υφορμος
3 σκεπανος
(οὐ γάρ σοι σκεπανή τις ὑφόρμισις Anth.)
Древнегреческо-русский словарь > σκεπανος
ὑφόρμισις — ὕφορμος anchorage fem nom sg ὑφόρμισις harbour fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υφόρμισις — ίσεως, ἡ, Α [ὑφορμίζω] 1. προσόρμιση πλοίου 2. (κυρίως) όρμος, λιμάνι … Dictionary of Greek