Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὑφειμένος

См. также в других словарях:

  • ὑφειμένος — ὑφίημι let down perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υφίημι — και ιων. τ. ὑπίημι Α [ἵημι] 1. (σχετικά με ιστίο) κατεβάζω 2. (για ραβδούχο) κατεβάζω την ράβδο μου μπροστά σε κάποιον σε ένδειξη σεβασμού 3. τοποθετώ κάτι κάτω από κάτι άλλο («ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει», Ομ. Ιλ.) 4. (ιδίως) βάζω τα νεογνά κάτω… …   Dictionary of Greek

  • υφειμένως — Α επίρρ. με χαλαρότητα ή με ατονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφειμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. ὑφίημι + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • ՆՈՒԱՍՏԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 2 0450 Chronological Sequence: 6c, 8c ա. ὐφειμένος, ταπεινότατος infimus, inferior. Առաւել կամ յոյժ նուաստ. խոնարհագոյն. ստորնագոյն. վայրագոյն. ստորին. յետին. *Արարիչն բոլորեցուն եւ ո՛չ զնուաստագոյնն եւ զխոնարհն անտես առնել կարաց …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»