-
1 υφαντός
-
2 ὑφαντός
-
3 ὑφαντός
-
4 υφαντος
-
5 ὑφαντός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑφαντός
-
6 ὑφαντός
-
7 ὑφαντός
ὑφαντός, ή, όν (Hom. et al.; PAmh 133, 15 [II A.D.]; Ex; Jos., Ant. 3, 57) woven J 19:23.—DELG s.v. ὑφαίνω. M-M. -
8 ὑφαντός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὑφαντός
-
9 υφαντός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > υφαντός
-
10 υφαντός
η, ό[ν] тканый -
11 ὑφαντός
тканый.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὑφαντός
-
12 ὑφαντὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὑφαντὸς
-
13 υφαντός
[ифандос] εκ. тканый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υφαντός
-
14 ὑφαντός
-ή,-όν + A 9-0-0-0-0=9 Ex 26,31; 28,6; 35,35; 36,10.12(39,3.5)Cf. LE BOULLUEC 1989 68.266.272.354 -
15 υφαντός
[ифандос] επ тканый. -
16 ὑφαντός
A woven,χρυσὸν.., ἐσθῆτά θ' ὑφαντήν Od. 13.136
, 16.231;ὑφαντά τε εἵματα καλά 13.218
; ; ὑφαντοῖς ἐν πέπλοις Ἐρινύων woven by them, of Clytemnestra's net, A.Ag. 1580; Ἐρινύων ὑ. ἀμφίβληστρον, of the Centaur's robe, S.Tr. 1052; γυίων εἶδος ὑφαντόν, of the human frame, Tim.Pers. 148; ὅσα ὑφαντά τε καὶ λεῖα brocaded and plain stuffs, Th. 2.97.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑφαντός
-
17 παρ-ύφαντος
παρ-ύφαντος, daran gewebt, mit einem Saume versehen.
-
18 χρῡσο-ΰφαντος
χρῡσο-ΰφαντος, aus, mit Gold gewirkt, durchwirkt, Sp.
-
19 κροκ-ύφαντος
κροκ-ύφαντος, gewebt, erst Sp.
-
20 εὐ-ύφαντος
εὐ-ύφαντος, = Folgdm, Sp.
См. также в других словарях:
υφαντός — υφαντός, ή, ό και φαντός, ή, ό 1. ο κατασκευασμένος στον υφαντικό ιστό, στον αργαλειό: Υφαντή πετσέτα. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., υφαντά υφάσματα ποικιλμένα με σχήματα υφασμένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑφαντός — woven masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υφαντός — ή, ό / ὑφαντός, ή, όν, ΝΑ, και φαντός, ή, ό, Ν [ὑφαίνω] 1. κατασκευασμένος στον υφαντικό ιστό, στον αργαλειό, ο υφασμένος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα υφαντά υφάσματα, συνήθως χοντρά, που έχουν σχέδια ενυφασμένα … Dictionary of Greek
ὑφαντά — ὑφαντός woven neut nom/voc/acc pl ὑφαντά̱ , ὑφαντός woven fem nom/voc/acc dual ὑφαντά̱ , ὑφαντός woven fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφαντόν — ὑφαντός woven masc acc sg ὑφαντός woven neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφανταῖς — ὑφαντός woven fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφανταί — ὑφαντός woven fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφαντοῖς — ὑφαντός woven masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφαντοί — ὑφαντός woven masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφαντοῦ — ὑφαντός woven masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφαντούς — ὑφαντός woven masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)