-
1 υστέρη
ὕστεροςlatter: fem nom /voc sg (epic ionic)ὑστέραwomb: fem nom /voc sg (epic ionic)ὑ̱στέρη, ὑστερέωto be behind: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ὑστερέωto be behind: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)ὑστερέωto be behind: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)——————ὕστεροςlatter: fem dat sg (epic ionic)ὑστέραwomb: fem dat sg (epic ionic) -
2 υστερή
ὑστερέωto be behind: pres subj mp 2nd sgὑστερέωto be behind: pres ind mp 2nd sgὑστερέωto be behind: pres subj act 3rd sg -
3 ὑστερῇ
ὑστερέωto be behind: pres subj mp 2nd sgὑστερέωto be behind: pres ind mp 2nd sgὑστερέωto be behind: pres subj act 3rd sg -
4 ὑστέρη
Βλ. λ. υστέρη -
5 ὑστέρῃ
Βλ. λ. υστέρη -
6 ἀκρόπλοος
A swimming at the top, skimming the surface,φλέβια Hp.Morb.1.14
, cf. Plu.2.591e; buoyant,ὑστέρη Aret.SA2.11
; restored for ἀκρόπαθος in Hp.Prorrh.2.11:— superficial, Id.Ep.18 (Democr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρόπλοος
-
7 ἐκβιάζω
A to force out, dislodge, expel, prob.f.l. for -βιβάζω in Plu. 2.243d, 662a; also χεῖρα κατά τινος lay violent hands on, Lib.Decl.40.1 (s.v.l.):—elsewh. in [voice] Med. ([tense] fut. -), Thphr.HP 8.10.4, PSI4.340.16 (iii B.C.), Plb.18.23.4 ;δίψαν Plu.2.584e
:— [voice] Pass., τόξον χειρῶν ἐκβεβιασμένον the bow forced from mine hands, S. Ph. 1129(lyr.); forced from their position,Plb.
1.28.6, cf. Plu.Thes.27, etc.: rare in [tense] pres.,τοὺς ἐκβιαζομένους Id.Alex.60
.2 [voice] Med., constrain, Hdn.2.3.4 : c. inf.,ἐ. τινὰ ὑπακοῦσαι Id.2.2.5
;ἐς τὸ γράφειν Eun.Hist.p.216
D.:—[voice] Pass.,τούτους ἀνελεῖν -βιασθήσομαι Lib.Decl.40.14
.II [voice] Med., project with force, Arist.Aud. 800b12 : metaph., exploit to the full,τὴν τόλμαν Eun.Hist.p.258D.
2 press upon,ὅταν ἐκβιάσηται τὰ σπλάγχνα [ἡ ὑστέρη] Aret.SA2.11
.III [voice] Pass., to be expressed in a forced, elaborate way, of works of art, Plu. Tim.36.IV in argument, insist, c. acc. et inf., Phld.Rh.1.74 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκβιάζω
-
8 ὑστέρα
A womb, Hp.VM22, Aph.5.22, Arist.HA 493a25, Thphr.HP9.13.3, Sor.1.2, etc.; freq. in pl. ὑστέραι, [dialect] Ion. gen. -έων, Hdt.4.109, Hp.Coac. 515, Pl.Ti. 91c:—with a play on the Adj. ὑστέρα (the second woman), Ath.13.585d.2 ovary of animals, Arist.GA 720a26, HA 511a22; of birds, ib. 564b21; reptiles, ib. 508a13; fishes, ib. 566a7. (Lit. the upper or protruding part, Skt. úttaras 'upper', [comp] Comp. of úd 'upwards'; so also Skt. udáram 'belly'; cf. ὕστρος· γαστήρ, Hsch.; or perh. ἡ ὑ. (sc. μήτρα or δελφύς) the back part.) -
9 ὑστερέω
A , al.: [tense] aor. ὑστέρησα (freq. with v.l. ὑστέρισα) Hdt.1.70, etc.: [tense] pf.ὑστέρηκα D.S.15.47
, Ep.Hebr.4.1: [tense] plpf.ὑστερήκειν Th.3.31
:—[voice] Pass., [tense] aor.ὑστερήθην 2 Ep.Cor.11.9
, J.AJ15.6.7: ([etym.] ὕστερος):— to be behind or later, come late, opp. προτερέω orφθάνω, ὑστέρησαν οἱ ἄγοντες Hdt.1.70
, cf. E.Ph. 976, X.HG 5.1.3, Pl.Grg. 447a: c. dat. modi,ὑ. τῇ διώξει Th.1.134
;τῇ βοηθείᾳ D.59.3
: simply, occur later, of thunder after lightning, Epicur.Ep.2p.46U.II c. gen. rei, come later than, come too late for, ὑστέρησαν (v.l. ὑστέρισαν) ἡμέρῃ μιῇ τῆς συγκειμένης came one day after the appointed day, Hdt.6.89; ὑ. τῆς μάχης ἡμέραις (sic leg. cum cod.C1, pro - ρας) πέντε came too late for the battle by five days, X.An.1.7.12;ὑστερήσαντες οὐ πολλῷ Th.8.44
;ὑ. δείπνου Amphis 39
; ἐπειδὴ τῆς Μυτιλήνης ὑστερήκει had come too late to save M., Th.3.31; ὑ. τῆς πατρίδος fail to assist it, X.Ages.2.1; τῶν λέμβων ὑ. miss them, Plb.5.101.4;τῶν καιρῶν Arist.SE 175a26
;τῆς ἐργασίας PCair.Zen. 25.12
(iii B. C.);ταύτης [τῆς ὥρας] Gal.7.362
;τῆς βοηθείας D.S. 13.110
.2 c. gen. pers., come after him,ὑ. εἰς Ἁλίαρτον τοῦ Λυσάνδρου X.HG3.5.25
: also c. dat., come too late for him, Th.7.29.3ὑ. ἔς τι Hp.Epid.6.7.3
.III metaph., lag behind, be inferior to,τῶν.. ἀποστόλων 2 Ep.Cor.11.5
;ἐμπειρίᾳ ὑ. τῶν ἄλλων Pl.R. 539e
; μηδ' ἐν ἄλλῳ μηδενὶ μέρει ἀρετῆς ὑ. ib. 484d;ἵνα γνῶ τί ὑστερῶ ἐγώ LXXPs.38(39).5
.IV fail to obtain, lack,τἀγαθοῦ Clearch.Com.3.5
;τοῦ δικαίου PEnteux.86.11
(iii B. C.);ξύλων ἀκανθίνων οὐχ ὑστεροῦσι, ἀλλ' ἢ ἔχουσιν ἱκανά PCair.Zen. 270.5
(iii B. C.):—[voice] Med. (with [tense] aor. [voice] Pass.),ὑστερεῖσθαί τινος D.S.18.71
, Ep.Rom.3.23, J.AJ15.6.7, PMasp. 2 iii 14 (vi A. D.); ὑστερηθεὶς τῆς ὁράσεως having lost his sight, PLond.5.1708.85 (vi A. D.);δάνιον δανιεῖς αὐτῷ ὅσον ἂν ἐπιδέηται καὶ καθ' ὅσον ὑστερεῖται LXX De.15.8
(cod. A); in [tense] fut. [voice] Med., παιδὸς ὑστερήσομαι ( ἐστερήσομαι corr. Reiske) E.IA 1203.2 abs., fail, come to grief, Phld.Oec.p.50 J.; fall short of supplies,ἵνα μηθὲν ὑστερῇ τὰ ἐλαιούργια PHib.1.43.6
(iii B. C.):—[voice] Med., to be in want, Ev.Luc. 15.14, 1 Ep.Cor.8.8; [tense] pf. part. ὑστερημένοι those who have failed, Phld.Herc.1457.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑστερέω
См. также в других словарях:
υστέρη — ἡ, Α ιων. τ. βλ. υστέρα … Dictionary of Greek
ὑστερῇ — ὑστερέω to be behind pres subj mp 2nd sg ὑστερέω to be behind pres ind mp 2nd sg ὑστερέω to be behind pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστέρη — ὕστερος latter fem nom/voc sg (epic ionic) ὑστέρα womb fem nom/voc sg (epic ionic) ὑ̱στέρη , ὑστερέω to be behind imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ὑστερέω to be behind pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ὑστερέω to be behind imperf ind act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστέρῃ — ὕστερος latter fem dat sg (epic ionic) ὑστέρα womb fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… … Dictionary of Greek
κτηνιατρική — Η επιστήμη που ασχολείται με την πρόληψη και τη θεραπεία των νόσων των ζώων, την προφύλαξη από τις λοιμώδεις επιδημικές ασθένειες, την υγιεινή τους και την προστασία του ανθρώπου από την επαφή του με τα ζώα. Η κ. πρωτοεμφανίστηκε στις χώρες της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λάρνακας (Κύπρου), Επαρχιακό — Η συλλογή του μουσείου (Πλατεία Καλογραιών, Λάρνακα), που χτίστηκε το 1969 και εκτίθεται με χρονολογική σειρά σε τέσσερις αίθουσες, περιλαμβάνει ευρήματα από την ευρύτερη περιοχή της Λάρνακας, η οποία είχε κατοικηθεί πολύ πριν από την ίδρυση της… … Dictionary of Greek