-
1 προ-ωμοσία
προ-ωμοσία, ἡ vorhergehender Eid, Poll. 8, 55.
-
2 συν-ωμοσία
συν-ωμοσία, ἡ, Vereinigung durch einen Schwur, Verschwörung; Ar. Equ. 476; Thuc. 3, 64. 6, 27 u. öfter; Plat. Apol. 36 b Rep. II, 365 d, wo die v. l. συνομοσία, die sich auch sonst als schlechtere Schreibung findet; Pol. 1, 70, 6, u. a. Sp., κοινὴν ἀλλήλοις ϑέσϑαι, Ep. ad. 96 (XI, 125).
-
3 κατ-ωμοσία
κατ-ωμοσία, ἡ, Schwur oder eidliches Zeugniß wider Einen, Her. 6, 65, Eid, den der Kläger bei der Anklage leistet.
-
4 δι-ωμοσία
-
5 ἀπ-ωμοσία
-
6 ἀντ-ωμοσία
ἀντ-ωμοσία (ἀντόμνυμι), ἡ, eigtl. der Gegeneid, d. i. der Eid des Klägers, daß er keine Verleumdungen vorbringe, und des Verklagten, daß er unschuldig sei, Harpocr. ἐπειδᾷ ἀντώμνυον οἱ διώκοντες καὶ οἱ φεύγοντες, οἱ μὲν ἀληϑῆ κατηγορήσειν, οἱ δὲ ἀληϑῆ ἀπολογήσεσϑαι; etwas anders Schol. Ar. Vesp. 544. Auch die Anklageschrift, nach VLL. γραφὴ κατά τινος ἔνορκος περὶ ὧν ἠδικῆσϑαί φησι. So Plat. Apol. 19 b; vgl. Ar. Vesp. 544. 1041.
-
7 ἀμφ-ωμοσία
ἀμφ-ωμοσία ἡ, = ἀμφιορκία, Hesych.
-
8 ὁρκ-ωμοσία
ὁρκ-ωμοσία, ἡ, das Schwören eines Eides, der Eidschwur, N. T.; Poll. 1, 38.
-
9 ἐπ-ωμοσία
ἐπ-ωμοσία, ἡ, das Schwören bei Etwas, Schol. Ar. Plut. 725.
-
10 ἐξ-ωμοσία
ἐξ-ωμοσία, ἡ (vgl. ἐξόμνυμι), eidliche Verneinung; Eid, daß man von einer Sache keine Kunde habe, oder nach B. A. 409, daß man eine Liturgie nicht zu leisten im Stande sei (nach Harpocr. übh. μεϑ' ὅρκου πρᾶξίν τινα ἀπαρνήσασϑαι διὰ νόσον ἤ τινα ἑτέραν πρόφασιν), Ar. Eccl. 1026.
-
11 ὑπ-ωμοσία
ὑπ-ωμοσία, ἡ, = ὑπομοσία, w. m. s.
-
12 ορκωμοσια
-
13 αντωμοσια
ἥ юр. обоюдная присяга сторон ( о чистосердечности и правдивости своих предстоящих выступлений на суде) Arph., Lys., Plat., Isae. -
14 διωμοσια
-
15 εξωμοσια
ἥ1) клятвенное заявление о неведении (чего-л.) Arph., Dem.2) клятва в невозможности принять на себя какую-л. обязанность, самоотвод под присягой Dem., Plut. -
16 κατωμοσια
ион. κατωμοσίη ἥ сопровождаемая клятвой жалоба, подкрепленное клятвой обвинение Her. -
17 ξυνωμοσια
ἥ1) заговорοἱ ἐκ τῆς συνωμοσίας и οἱ ἐν τῇ συνωμοσίᾳ Thuc. или οἱ τέν συνωμοσίαν πεποιηκότες NT. — заговорщики;
ξ. νεωτέρων πραγμάτων Thuc. — заговор с целью ниспровержения существующего строя2) политический союз, коалицияἡ πρὸς Λακεδαιμονίους γενομένη ξ. Thuc. — союз во главе с лакедемонянами
3) тайное общество, политическая группировка, партия Thuc., Plat. -
18 συνωμοσια
ἥ1) заговорοἱ ἐκ τῆς συνωμοσίας и οἱ ἐν τῇ συνωμοσίᾳ Thuc. или οἱ τέν συνωμοσίαν πεποιηκότες NT. — заговорщики;
ξ. νεωτέρων πραγμάτων Thuc. — заговор с целью ниспровержения существующего строя2) политический союз, коалицияἡ πρὸς Λακεδαιμονίους γενομένη ξ. Thuc. — союз во главе с лакедемонянами
3) тайное общество, политическая группировка, партия Thuc., Plat. -
19 υπωμοσια
ἥ юр.1) просьба об отсрочке, подтвержденная клятвой об уважительности причины Dem.2) опротестование законопроекта с клятвенным обязательством привлечь его автора к ответственности Dem. -
20 κατωμοσία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατωμοσία
- 1
- 2
См. также в других словарях:
υπωμοσία — η / ὑπωμοσία, ΝΜΑ (στην αρχ. Αθήνα) 1. όρκος, τον οποίο έπαιρναν στο δικαστήριο όσοι ήθελαν την αναβολή τής εκδίκασης μιας υπόθεσης 2. (κατ επέκτ.) αίτηση αναβολής ή διακοπής τής δίκης, που γινόταν με ένορκη βεβαίωση ότι συνέτρεχε σοβαρός λόγος 3 … Dictionary of Greek
εξωμοσία — Πανηγυρική πράξη κατά την οποία αποκηρύσσει κανείς με όρκο την προηγούμενη θρησκευτική πίστη του ή τη δογματική του θέση. Η ε. ως θρησκευτική πράξη του χριστιανισμού είναι γνωστή από τον 5o αι. Τότε, η Εκκλησία έκρινε σκόπιμο ότι για να δεχτεί… … Dictionary of Greek