-
1 αἰετός
αἰετός (-ός, -οῦ, -όν; -οί, -ῶν)1 eaglea lit.,εὕδει δ' ἀνὰ σκάπτῳ Διὸς αἰετός P. 1.6
θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε P. 2.50
χρυσέων Διὸς αἰετῶν πάρεδρος ἱέρεα P. 4.4
θάρσος τε τανύπτερος ἐν ὄρνιξιν αἰετὸς ἔπλετο (sc. Ἀρκεσίλας.) P. 5.112ἔστι δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς N. 3.80
καὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ' αἰετοί N. 5.21
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῤόμβον ἴσχει I. 4.47
πέμψεν θεὸς ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν I. 6.50
b pediment = ἀέτωμα, cf. O. 13.21 χρύσεαι δ' ἕξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες (v. 1. ἀετοῦ. of the third temple of Apollo at Delphi.) Pae. 8.70c test. v. ὀμφαλός fr. 54. -
2 αιετός
-
3 αἰετός
-
4 αἰετός
-
5 αἰετός
αἰετός: eagle; the ‘bird of Jove,’ and ‘most perfect’ bird of omen, Il. 24.310 f., Il. 8.247.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αἰετός
-
6 αἰετός
Grammatical information: m.Meaning: `eagle' (Il.).Etymology: From *αἰϜετος \< *αϜι-ετός, cf. Lat. avis. - ετο- as in νιφετός, πυρετός; Schwyzer 501. ( Αἴητός does not allow the conclusion of a substr. word, Fur.115 n.4.) Not Semitic (Astour JAOS 86, 1966, 278B).Page in Frisk: 1,36Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἰετός
-
7 ἀετός
ἀετός, [dialect] Ep., Lyr., [dialect] Ion., and early [dialect] Att. [full] αἰετός (v. fin.), οῦ, ὁ,A eagle, as a bird of omen,αἰ. τελειότατον πετεηνῶν Il.8.247
, cf. 12.201, Od. 2.146 (cf. 11): favourite of Zeus,ὅστε σοὶ αὐτῷ φίλτατος οἰωνῶν Il. 24.310
, cf. Pi.P.1.6;Διὸς.. πτηνὸς κύων, δαφοινὸς αἰ. A.Pr. 1022
, cf. Ag. 136;ὁ σκηπτροβάμων αἰ., κύων Διός S.Fr. 885
:—prov.,αἰετὸς ἐν ποτανοῖς Pi.N.3.80
; αἰετὸς ἐν νεφέλαισι, of a thing quite out of reach, Ar.Av. 987; ἀετὸν κάνθαρος μαιεύσομαι (v. μαιεύομαι):—the diff. kinds are distinguished by specific names, Arist.HA 618b18sqq.3 the constellation Aquila, Arat.591, Ptol. Tetr. 27, etc. -
8 οἰωνός
1 bird (of prey) τίς γὰρ θεῶν ναοῖσιν οἰωνῶν βασιλέα δίδυμον ἐπέθηκ; (v. βασιλεύς, αἰετός) O. 13.21Διὸς αἰετός, ἀρχὸς οἰωνῶν P. 1.7
ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν I. 6.50
-
9 ὄρνις
ὄρνῑς (ὄρνῖς, ὄρνῖχος, ὄρνῖχα, ὄρνῖν; ὀρνχων, ὄρνιξιν, ὀρνίχεσσι.)a bird Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον (v. l. ὄρνιθα) O. 2.88ἴυγγα μαινάδ' ὄρνιν P. 4.216
θάρσος τε τανύπτερος ἐν ὄρνιξιν αἰετὸς ἔπλετο P. 5.112
“ καί νιν ὄρνιχος φανέντος κέκλευ ἐπώνυμον εὐρυβίαν Αἴαντα” (i. e. αἰετός: v. ἐπώνυμος) I. 6.53b omen “κεῖνος ὄρνις ἐκτελευτάσει, τόν ποτε” P. 4.19μάντις ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι θεοπροπέων ἱεροῖς P. 4.190
“ νῦν ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ Ἄδραστος ἥρως” P. 8.50ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν αἰσιᾶν οὐ κατ' ὀρνίχων ὁδόν N. 9.19
-
10 ὠκύς
1 swift, eagerπολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας O. 2.83
Διὸς αἰετός, ὠκεῖαν πτέρυγ' ἀμφοτέρωθεν χαλάξαις P. 1.6
“ ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι πρὸ δίκας” P. 4.139 ὠκεῖα δ' ἐπειγομένων ἤδη θεῶν πρᾶξις pr. P. 9.67 ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεντεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον P. 9.114
τέκνοισιν ὠκείας γνάθους ἀμφελίξασθαι μεμαῶτες N. 1.42
ἔστι δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς N. 3.80
ὠκείας τ' ἀνέμων ῥιπάς *fr. 140c. 2*. ] ωκεια[ P. Oxy. 2442, fr. 104. adv.,ὠκέως, ἀμπνοὰν στέρνων κάθελεν ὠκέως P. 3.58
καὶ μέγα ἔργον ἐμήσαντ' ὠκέως N. 10.64
ζωσαμένα τε πέπλον ὠκέως Παρθ. 2. 6. -
11 ὑψιπέτης
A high-flying, soaring,αἰετός Il.12.201
, 219, Od.20.243;ὑψιπετᾶν ἀνέμων Pi.P.3.105
;γενοίμαν αἰετὸς ὑψιπέτας S.Fr. 476
= Ar. Av. 1337 (lyr.): [comp] Comp.- έστερος Herm.
ap. Stob.1.49.45:—some unnamed Gramm. (in opposition to Aristarchus) wrote ὑψιπετῆς ([var] contr. from ὑψιπετήεις), v. Sch. A Il.12.201; the acc. sg. ὑψιπετῆ ὄρνιθα in Ant. Lib.16.2 belongs in sense to this word, in form to the next.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψιπέτης
-
12 καιετός
-
13 καἰετός
-
14 ἄγρα
1 quarry, prey ( αἰετός)ὃς ἔλαβεν αἶψα, τηλόθε μεταμαιόμενος, δαφοινὸν ἄγραν ποσίν N. 3.81
πολλοῖς μὲν ἐνάλου, ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ?fr. 357. -
15 αἶψα
-
16 αἰωρέω
1 make to rise and fall ὁ δὲ κνώσσων ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ (sc. αἰετός.) P. 1.9 -
17 ἀμφοτέρωθεν
a from both places ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἑξηκοντάκι δὴ ἀμφοτέρωθεν ἁδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ (i. e. at the Isthmian and Nemean games) O. 13.99b on both sidesεὕδει δ' ἀνὰ σκάπτῳ Διὸς αἰετός, ὠκεῖαν πτέρυγ ἀμφοτέρωθεν χαλάξαις P. 1.6
-
18 ἀνά
1 of placea in, throughoutἀν' Ἑλλάδα P. 2.60
δώδεκ' ἂν δρόμων τέμενος (Thiersch: δωδεκαδρομον, -ων codd.) P. 5.33τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα P. 11.52
Ποσειδάνιον ἂν τέμενος N. 6.41
δάπεδον ἂν τόδε N. 7.83
οἵ τ' ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.12
ἁδυπνόῳ τέ νιν ἀσπάζοντο φωνᾷ γαῖαν ἀνὰ σφετέραν I. 2.27
εὐανθἔ ἀπέπνευσας ἁλικίαν προμάχων ἀν' ὅμιλον I. 7.35
Ἴσθμιον ἂν νάπος Δωρίων ἔλαχεν σελίνων (Hermann: ἀνάπος codex) I. 8.63 [Δᾶλ]ον ἀν' εὔοδμον Pae. 2.97
[ἂν Ζεάθου πόλιν (coni. Wil.: καὶ Ζ. Π.) Πα...] ἂν δὲ Ῥόδον κατῴκισθεν fr. 119. 1.b upon, alongεἰ δὲ τέτραπται θεοδότων ἔργων κέλευθον ἂν καθαράν I. 5.23
ἐλαύνεις ἀν' ἀμβροτ[ Pae. 3.16
]ἰόντι τηλαυγἔ ἀγ κορυφὰν[ (Π̆{5}: ἂν Π̆.) Πα.. 12. ἀνὰ Δώτιον ἀνθεμόεν πεδίον πέταται (sc. κύων.) *fr. 107a. 4* πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ Τρώιον ἂμ πεδίον ἦλθεν fr. 172. 4.c dub. ἢ πόντου κενέωσιν λτ;γτ; ἂμ πέδον (Hermann: ἀλλὰ codd. Dion. Hal.) Pae. 9.162 of time, in the course of, duringὅτ' ἀμφότεροι κράτησαν μίαν ἔργον ἀν ἁμέραν O. 9.85
ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον N. 3.49
Χρομίῳ κεν ὑπασπίζων ἔκρινας, ἂν κίνδυνον ὀξείας ἀυτᾶς (ἂν = κε Σ cum ἔκρινας coniunxit) N. 9.35 B prep. c. dat., uponχρυσέαισί τ' ἀν ἵπποις O. 1.41
ἀν' ἵπποις χρυσέαις O. 8.51
ἀν' ἵπποισι δὲ τέτρασιν O. 10.69
ἀνὰ βωμῷ θεᾶς O. 13.75
εὕδει δ' ἀνὰ σκάπτῳ Διὸς αἰετός P. 1.6
ἀνὰ δ' ἡμιόνοις ξεστᾷ τ ἀπήνᾳ προτροπάδαν Πελίας ἵκετο P. 4.94
θοαῖς ἂν ναυσὶ N. 7.29
ἐπικράνοισι γὰρ ἂν κιόνων fr. 6b. d. ἂν δ' ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες fr. 33d. 7. ἀλ]λοτρίαις ἀν' ἵπποις Πα. 7B. 12. C in tmesis ἀνὰ δ' ἔπαλτ v.ἀναπάλλω O. 13.71
ἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις v.ἀναρπάζω P. 4.34
ἀνὰ βωλακίας δ' ὀρόγυιαν σχίζε v. ἀνασχίζω ( ἀναβωλακίας iunctim codd.) P. 4.228 ἀνὰ δ' ἱστία τεῖνον v.ἀνατείνω N. 5.51
ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν v.ἀνόρνυμι N. 9.8
ἀνὰ δ' ἔλυσεν v.ἀναλύω N. 10.90
ἀνὰ δ' ἄγαγον (Er. Schmid: ἀν δ codd.) v.ἀνάγω I. 6.62
ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε v.ἀναείρω Pae. 20.10
-
19 ἀρχός
1 leader, rulerαἰετὸς ἀρχὸς οἰωνῶν P. 1.7
οἷα Συρακοσίων ἀρχῷ δαμασθέντες πάθον i. e. Hieron P. 1.73 ἀρχὸς ἐν πρύμνᾳ Jason P. 4.194 ἀρχοὶ δ' οὐκ ἔτ ἔσαν Ταλαοῦ παῖδες sc.τοῦ Ἄργους N. 9.14
ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν I. 6.50
ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ, πῦρ πνεόντων ἀρχὸς ἵππων master sc. Helios O. 7.71 -
20 δαφοινός
δᾰφοινός, -ον
См. также в других словарях:
αιετός — αἰετός, ο (Α) ο αετός* … Dictionary of Greek
αἰετός — ἀετός eagle masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καἰετός — αἰετός , ἀετός eagle masc nom sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AETUS — Nilus olim sic dictus, ut et Lycophr. notat Cael. Rhodig. Lege Aetus, Graece enim Αἰετὸς est, a cursûs velocitate scil. sic dictus, quod volatum aquilae propemockum aequate videretur. Est et in Scythia fluv. qui cum Promethei agrum uberem alioqui … Hofmann J. Lexicon universale
AQUILA — I. AQUILA apud Sugerium de Administrat. sua c. 32. Aquilam vero in medio chori ammirantium tactu frequenti deaur atam, reaurari fecimus, aliosque recentioris aevi Sctiptores, lectrum est seu analogium in modum aquilae alas expansas habentis… … Hofmann J. Lexicon universale
AQUILO — I. AQUILO nomen equi famosissimi, de quo sic Casaubon. ad Iul. Capitolin. in Vero Imper. c. 6. verba, Volucriequo prasino: Huiusmodi, inquit, nomma equis curulibus imponebant. Notus Caligulae Incitatus. In saxis nominatur cum alii, tum… … Hofmann J. Lexicon universale
AVES — varia apud Hebraeos nomina sortirae sunt. His namque a volatu Avis oph, dicitur et tsippor, quia mane surgit: Rapacis nomen proprium est ait ab involando et viruendo sumptum; ad quod alludit aquilae Graecum vocabulum αἰετός. A Deo e terris, non… … Hofmann J. Lexicon universale
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek
αιγυπιός — (aegypius). Αρπακτικό πτηνό της οικογένειας των γυπιδών. Ζει στην Αφρική και μεταναστεύει στη νότια Ευρώπη. Το σώμα του έχει μήκος 60 έως 70 εκ., λευκό με κόκκινες αποχρώσεις. Οι φτερούγες του είναι μαύρες και ο λαιμός και το κεφάλι του κίτρινα.… … Dictionary of Greek
αιετηδόν — αἰετηδὸν επίρρ. (Α) [αἰετός] σαν αετός … Dictionary of Greek
αιετιαίος — αἰετιαῑος, αία, αῑον (Α) αυτός που ανήκει ή που είναι τοποθετημένος στο αέτωμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰετὸς ἀετὸς (= Αρχιτ., «αέτωμα», λόγω τής ομοιότητας του προς τα ανοιγμένα φτερά)] … Dictionary of Greek