-
1 υπόστρωσις
-
2 ὑπόστρωσις
-
3 ὑπόστρωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόστρωσις
-
4 υποστρώσεις
ὑπόστρωσιςflooring: fem nom /voc pl (attic epic)ὑπόστρωσιςflooring: fem nom /acc pl (attic) -
5 ὑποστρώσεις
ὑπόστρωσιςflooring: fem nom /voc pl (attic epic)ὑπόστρωσιςflooring: fem nom /acc pl (attic) -
6 υποστρώση
-
7 ὑποστρώσῃ
-
8 υπόστρωσιν
-
9 ὑπόστρωσιν
См. также в других словарях:
ὑπόστρωσις — flooring fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστρώσεις — ὑπόστρωσις flooring fem nom/voc pl (attic epic) ὑπόστρωσις flooring fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόστρωσιν — ὑπόστρωσις flooring fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθυπόστρωσις — μεθυπόστρωσις, εως, ἡ (Α) η αλλαγή τού στρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὑπόστρωσις] … Dictionary of Greek
υπόστρωση — η / ὑπόστρωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ὑποστρώννυμι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποστρώνω … Dictionary of Greek
ὑποστρώσῃ — ὑποστρώσηι , ὑπόστρωσις flooring fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)