-
1 υπόστρωσιν
-
2 ὑπόστρωσιν
См. также в других словарях:
ὑπόστρωσιν — ὑπόστρωσις flooring fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 υπόστρωσιν
2 ὑπόστρωσιν
ὑπόστρωσιν — ὑπόστρωσις flooring fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)