Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑπόμνησις

См. также в других словарях:

  • ὑπόμνησις — reminding fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνήσει — ὑπόμνησις reminding fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑπομνήσεϊ , ὑπόμνησις reminding fem dat sg (epic) ὑπόμνησις reminding fem dat sg (attic ionic) ὑπομιμνήσκω put aor subj act 3rd sg (epic) ὑπομιμνήσκω put fut ind mid 2nd sg ὑπομιμνήσκω put fut …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνήσεις — ὑπόμνησις reminding fem nom/voc pl (attic epic) ὑπόμνησις reminding fem nom/acc pl (attic) ὑπομιμνήσκω put aor subj act 2nd sg (epic) ὑπομιμνήσκω put fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνήσεσι — ὑπόμνησις reminding fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνήσεσιν — ὑπόμνησις reminding fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνήσηι — ὑπόμνησις reminding fem dat sg (epic) ὑπομνήσῃ , ὑπομιμνήσκω put aor subj mid 2nd sg ὑπομνήσῃ , ὑπομιμνήσκω put aor subj act 3rd sg ὑπομνήσῃ , ὑπομιμνήσκω put fut ind mid 2nd sg ὑπομνήσῃ , ὑπομνάομαι court clandestinely aor subj mp 2nd sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνήσιος — ὑπόμνησις reminding fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόμνησιν — ὑπόμνησις reminding fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόμνηση — η / ὑπόμνησις, ήσεως, ΝΜΑ [ὑπομιμνήσκω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπομιμνήσκω, υπενθύμιση μσν. (νομ.) πρόσκληση στο δικαστήριο, κλήτευση μσν. αρχ. εορτασμός επετείου αρχ. 1. αναφορά σε κάτι, μνεία 2. εξιστόρηση, αφήγηση («ἐς δάκρυα… …   Dictionary of Greek

  • ενθυμία — ἐνθυμία, η (Α) 1. σκέψη, φροντίδα για κάτι, υποψία, αμφιβολία, δυσπιστία («ἐς ἐνθυμίαν τοῑς Λακεδαιμονίοις ἀεὶ προβαλλόμενος ὑπ αὐτῶν» επειδή αυτοί [οι εχθροί του] διαρκώς προσπαθούσαν να δημιουργήσουν στους Λακεδαιμονίους υποψία, δυσπιστία, Θουκ …   Dictionary of Greek

  • υπομνησίζω — Α [ὑπόμνησις] υπομιμνήσκω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»