-
1 υπόμνησις
-
2 ὑπόμνησις
-
3 υπομνησις
- εως ἥ1) воспоминание(τινος Thuc., Plat.)
οὐ μνήμης, ἀλλ΄ ὑπομνήσεως φάρμακον Plat. — средство не для запоминания, а для припоминания2) памятьτέν ὑπόμνησίν τινος ἔχειν Xen. — помнить о чем-л.
3) напоминание(τινος Eur.)
ὑπόμνησίν τινος ποιεῖσθαι Thuc. — напоминать о чем-л. -
4 ὑπόμνησις
ὑπόμνησις, εως, ἡ (ὑπομιμνῄσκω; Eur., Thu. et al.; ins, pap, LXX)① the act of calling to someone’s mind, reminding (Thu., Pla., pap) Hv 3, 8, 9. ἐν ὑπ. by a reminder, i.e. as I remind you 2 Pt 1:13; 3:1.② the act of remembering, remembrance (X., Cyr. 3, 3, 38 ὑπόμνησίν τινος ἔχειν; Philo, Poster. Cai. 153; Jos., Ant. 4, 58) ὑπόμνησιν λαμβάνειν τινός receive a remembrance of = remember someth. 2 Ti 1:5.—DELG s.v. μιμνήσκω. M-M. TW. -
5 ὑπόμνησις
{сущ., 3}1. напоминание;2. воспоминание, память.Синонимы: 364 ( ἀνάμνησις).Ссылки: 2Тим. 1:5; 2Пет. 1:13; 3:1.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὑπόμνησις
-
6 υπόμνησις
{сущ., 3}1. напоминание;2. воспоминание, память.Синонимы: 364 ( ἀνάμνησις).Ссылки: 2Тим. 1:5; 2Пет. 1:13; 3:1.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > υπόμνησις
-
7 ὑπόμνησις
1. напоминание; 2. воспоминание, память; син. ἀνάμνησις.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὑπόμνησις
-
8 ὑπόμνησις
-εως + ἡ N 3 0-0-0-0-2=2 2 Mc 6,17; Wis 16,11reminder 2 Mc 6,17εἰς ὑπόμνησιν ἐνεκεντρίζοντο their memory was jogged, they had their memory jogged Wis 16,11 Cf. HORSLEY 1982, 73; →NIDNTT -
9 ὑπόμνησις
A reminding, Th.4.17,95;ἐπιστολὴ ὑπομνήσεως τῶν ἔργων PGiss.67.3
(ii A. D.); so Pl. calls the art of writing ; τινων of things, Id.Lg. 732d (pl.); ὑπόμνησίν τινος ἔχειν to be able to suggest a thing, X.Cyr.3.3.38; αἰωνία ὑ. CIG(add.) 2809b ([place name] Aphrodisias);ὅσον ὑπομνήσεως ἕνεκα εἰρήσεται Gal.15.221
.2 mention, ὑ. ποιεῖσθαί τινος to make mention of a thing, Th.2.88, 3.54, etc.: pl.,ποιεῖσθαι τὰς ὑ. Phld.Lib.p.33
O.; ὑ. κακῶν a tale of woe, E.Or. 1032.3 Medic., provocation (cf.ὑπομιμνήσκω 1.2b
),τῆς ὀρέξεως Sor.1.106
, cf. 100; return, revival of natural functions, Alex.Trall.4.1.b recurrence, relapse, Dsc.Eup.1.26.4 = ὑπόμνημα 11.5, treatise, Phld. Rh.1.8,32 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόμνησις
-
10 ὑπόμνησις
ὑπό-μνησις, ἡ, Erinnerung; Erwähnung, Erzählung -
11 υπομνήσει
ὑπόμνησιςreminding: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ὑπομνήσεϊ, ὑπόμνησιςreminding: fem dat sg (epic)ὑπόμνησιςreminding: fem dat sg (attic ionic)ὑπομιμνήσκωput: aor subj act 3rd sg (epic)ὑπομιμνήσκωput: fut ind mid 2nd sgὑπομιμνήσκωput: fut ind act 3rd sgὑπομνάομαιcourt clandestinely: fut ind mp 2nd sg (attic ionic)ὑ̱πομνήσει, ὑπομνάομαιcourt clandestinely: futperf ind mp 2nd sg (attic ionic) -
12 ὑπομνήσει
ὑπόμνησιςreminding: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ὑπομνήσεϊ, ὑπόμνησιςreminding: fem dat sg (epic)ὑπόμνησιςreminding: fem dat sg (attic ionic)ὑπομιμνήσκωput: aor subj act 3rd sg (epic)ὑπομιμνήσκωput: fut ind mid 2nd sgὑπομιμνήσκωput: fut ind act 3rd sgὑπομνάομαιcourt clandestinely: fut ind mp 2nd sg (attic ionic)ὑ̱πομνήσει, ὑπομνάομαιcourt clandestinely: futperf ind mp 2nd sg (attic ionic) -
13 υπομνήσεις
ὑπόμνησιςreminding: fem nom /voc pl (attic epic)ὑπόμνησιςreminding: fem nom /acc pl (attic)ὑπομιμνήσκωput: aor subj act 2nd sg (epic)ὑπομιμνήσκωput: fut ind act 2nd sg -
14 ὑπομνήσεις
ὑπόμνησιςreminding: fem nom /voc pl (attic epic)ὑπόμνησιςreminding: fem nom /acc pl (attic)ὑπομιμνήσκωput: aor subj act 2nd sg (epic)ὑπομιμνήσκωput: fut ind act 2nd sg -
15 ἀνάμνησις
воспоминание, напоминание; син. ὑπόμνησις.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνάμνησις
-
16 ὑπομιμνῄσκω
напоминать; ср.з.-страд. вспоминать, помнить. ὑπόμνησις 1. напоминание; 2. воспоминание, память; син. ἀνάμνησις.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὑπομιμνῄσκω
-
17 υπομνήσεσι
-
18 ὑπομνήσεσι
-
19 υπομνήσεσιν
-
20 ὑπομνήσεσιν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὑπόμνησις — reminding fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνήσει — ὑπόμνησις reminding fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑπομνήσεϊ , ὑπόμνησις reminding fem dat sg (epic) ὑπόμνησις reminding fem dat sg (attic ionic) ὑπομιμνήσκω put aor subj act 3rd sg (epic) ὑπομιμνήσκω put fut ind mid 2nd sg ὑπομιμνήσκω put fut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνήσεις — ὑπόμνησις reminding fem nom/voc pl (attic epic) ὑπόμνησις reminding fem nom/acc pl (attic) ὑπομιμνήσκω put aor subj act 2nd sg (epic) ὑπομιμνήσκω put fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνήσεσι — ὑπόμνησις reminding fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνήσεσιν — ὑπόμνησις reminding fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνήσηι — ὑπόμνησις reminding fem dat sg (epic) ὑπομνήσῃ , ὑπομιμνήσκω put aor subj mid 2nd sg ὑπομνήσῃ , ὑπομιμνήσκω put aor subj act 3rd sg ὑπομνήσῃ , ὑπομιμνήσκω put fut ind mid 2nd sg ὑπομνήσῃ , ὑπομνάομαι court clandestinely aor subj mp 2nd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνήσιος — ὑπόμνησις reminding fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόμνησιν — ὑπόμνησις reminding fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόμνηση — η / ὑπόμνησις, ήσεως, ΝΜΑ [ὑπομιμνήσκω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπομιμνήσκω, υπενθύμιση μσν. (νομ.) πρόσκληση στο δικαστήριο, κλήτευση μσν. αρχ. εορτασμός επετείου αρχ. 1. αναφορά σε κάτι, μνεία 2. εξιστόρηση, αφήγηση («ἐς δάκρυα… … Dictionary of Greek
ενθυμία — ἐνθυμία, η (Α) 1. σκέψη, φροντίδα για κάτι, υποψία, αμφιβολία, δυσπιστία («ἐς ἐνθυμίαν τοῑς Λακεδαιμονίοις ἀεὶ προβαλλόμενος ὑπ αὐτῶν» επειδή αυτοί [οι εχθροί του] διαρκώς προσπαθούσαν να δημιουργήσουν στους Λακεδαιμονίους υποψία, δυσπιστία, Θουκ … Dictionary of Greek
υπομνησίζω — Α [ὑπόμνησις] υπομιμνήσκω … Dictionary of Greek