Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑπέρχῠσις

См. также в других словарях:

  • ὑπέρχυσις — overflow fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερχύσεις — ὑπέρχυσις overflow fem nom/voc pl (attic epic) ὑπέρχυσις overflow fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερχύσεσι — ὑπέρχυσις overflow fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρχυσιν — ὑπέρχυσις overflow fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρχυση — η / ὑπέρχυσις, ύσεως, ΝΜΑ [ὑπερχέω] υπερχείλιση, ξεχείλισμα («ὑπέρχυσις ὑγρῶν», Πλούτ.) αρχ. μτφ. άφθονη παροχή, πλουσιοπάροχη δωρεά («ὑπέρχυσις ἀγαθότητος», Γρηγ. Ναζ.) …   Dictionary of Greek

  • ὑπερχύσεων — ὑπερχύσεω̆ν , ὑπέρχυσις overflow fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερχύσεως — ὑπερχύσεω̆ς , ὑπέρχυσις overflow fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»