-
1 υπερχυσις
- εως ἥ1) разлитие(ὑγρῶν Plut.)
ἐκ τῆς ὑπερχύσεως ἐννοήσας τέν τοῦ στεφάνου μέτρησιν Plut. — (Архимед), по вылившейся (воде) вычисливший объем короны2) (беспорядочное) слияние, смешение(παρατροπαὴ καὴ ὑπερχύσεις Plut.)
-
2 υπέρχυσις
-
3 ὑπέρχυσις
-
4 ὑπέρχυσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπέρχυσις
-
5 ὑπέρχυσις
ὑπέρ-χυσις, ἡ, das Übergießen, Überschwemmung -
6 υπερχύσεις
ὑπέρχυσιςoverflow: fem nom /voc pl (attic epic)ὑπέρχυσιςoverflow: fem nom /acc pl (attic) -
7 ὑπερχύσεις
ὑπέρχυσιςoverflow: fem nom /voc pl (attic epic)ὑπέρχυσιςoverflow: fem nom /acc pl (attic) -
8 υπερχύσεσι
-
9 ὑπερχύσεσι
-
10 υπερχύσεων
-
11 ὑπερχύσεων
-
12 υπερχύσεως
-
13 ὑπερχύσεως
-
14 υπέρχυσιν
-
15 ὑπέρχυσιν
См. также в других словарях:
ὑπέρχυσις — overflow fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερχύσεις — ὑπέρχυσις overflow fem nom/voc pl (attic epic) ὑπέρχυσις overflow fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερχύσεσι — ὑπέρχυσις overflow fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρχυσιν — ὑπέρχυσις overflow fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρχυση — η / ὑπέρχυσις, ύσεως, ΝΜΑ [ὑπερχέω] υπερχείλιση, ξεχείλισμα («ὑπέρχυσις ὑγρῶν», Πλούτ.) αρχ. μτφ. άφθονη παροχή, πλουσιοπάροχη δωρεά («ὑπέρχυσις ἀγαθότητος», Γρηγ. Ναζ.) … Dictionary of Greek
ὑπερχύσεων — ὑπερχύσεω̆ν , ὑπέρχυσις overflow fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερχύσεως — ὑπερχύσεω̆ς , ὑπέρχυσις overflow fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)