-
1 υπερχύσεως
-
2 ὑπερχύσεως
-
3 υπερχυσις
- εως ἥ1) разлитие(ὑγρῶν Plut.)
ἐκ τῆς ὑπερχύσεως ἐννοήσας τέν τοῦ στεφάνου μέτρησιν Plut. — (Архимед), по вылившейся (воде) вычисливший объем короны2) (беспорядочное) слияние, смешение(παρατροπαὴ καὴ ὑπερχύσεις Plut.)
См. также в других словарях:
ὑπερχύσεως — ὑπερχύσεω̆ς , ὑπέρχυσις overflow fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)