-
1 υπέρπονος
-
2 ὑπέρπονος
-
3 υπερπονος
-
4 ὑπέρπονος
ὑπέρπον-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπέρπονος
-
5 ὑπέρπονος
ὑπέρ-πονος, act., sich übermäßig anstrengend, auch durch übermäßige Anstrengung abgemattet -
6 υπέρπονοι
-
7 ὑπέρπονοι
См. также в других словарях:
ὑπέρπονος — quite worn out masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρπονος — ον, Α καταβεβλημένος από υπέρμετρους κόπους («διὰ γῆρας ὑπέρπονος γενόμενος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πόνος (πρβλ. ἐπί πονος)] … Dictionary of Greek
ὑπέρπονοι — ὑπέρπονος quite worn out masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)