-
1 υπέρπονοι
-
2 ὑπέρπονοι
См. также в других словарях:
ὑπέρπονοι — ὑπέρπονος quite worn out masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 υπέρπονοι
2 ὑπέρπονοι
ὑπέρπονοι — ὑπέρπονος quite worn out masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)