-
1 υπάγγελος
-
2 ὑπάγγελος
-
3 υπαγγελος
2вызванный вестникомοὐκ ἄκλητος, ἀλλ΄ ὑ. Aesch. — не незванный, а будучи приглашен через гонца
-
4 ὑπάγγελος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπάγγελος
-
5 ὑπάγγελος
ὑπ-άγγελος, vom Boten gerufen od. geholt -
6 ὑπ-άγγελος
ὑπ-άγγελος, vom Boten gerufen od. geholt; ἥκω μὲν οὐκ ἄκλητος, ἀλλ' ὑπάγγελος Aesch. Ch. 825.
См. также в других словарях:
ὑπάγγελος — summoned by a messenger masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπάγγελος — ον, Α αυτός που ειδοποιήθηκε με αγγελιαφόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἄγγελος] … Dictionary of Greek
υπαγγελεύς — έως, ὁ, Α αυτός που αναγγέλλει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπάγγελος + επίθημα εύς] … Dictionary of Greek