-
1 υπαγγελος
2вызванный вестникомοὐκ ἄκλητος, ἀλλ΄ ὑ. Aesch. — не незванный, а будучи приглашен через гонца
См. также в других словарях:
ὑπάγγελος — summoned by a messenger masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπάγγελος — ον, Α αυτός που ειδοποιήθηκε με αγγελιαφόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἄγγελος] … Dictionary of Greek
υπαγγελεύς — έως, ὁ, Α αυτός που αναγγέλλει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπάγγελος + επίθημα εύς] … Dictionary of Greek