-
101 ὑπό-σκιος
ὑπό-σκιος, unter Schatten, beschattet, schattig; Aesch. Suppl. 653; χϑόνα ϑήσει frg. 182.
-
102 ὑπό-σκαμβος
ὑπό-σκαμβος, etwas gekrümmt, gebogen, Schol. Lycophr. 96.
-
103 ὑπό-σεμνος
ὑπό-σεμνος, etwas ehrwürdig, feierlich, Philostr. imagg. 1, 29. 2, 1.
-
104 ὑπό-σκοπος
ὑπό-σκοπος χείρ, die an die Stirn vor die Augen gehaltene Hand, unter der man in die Ferne späht, Aesch. frg. 68.
-
105 ὑπό-σκληρος
ὑπό-σκληρος, etwas hart; Hippocr.; Luc. merc. cond. 26.
-
106 ὑπό-σαθρος
ὑπό-σαθρος, etwas morsch, Luc. D. Mort. 10, 1 Fugit. 32.
-
107 ὑπό-σαλος
-
108 ὑπό-σοφος
-
109 ὑπό-σομφος
ὑπό-σομφος, etwas schwammig, locker, Erotian.
-
110 ὑπό-σῑμος
ὑπό-σῑμος, etwas aufwärts gekrümmt, etwas stumpfnasig, Ael. H. A. 12, 27.
-
111 ὑπό-τρυγος
ὑπό-τρυγος, hefig, voll Hefen, Hippocr.
-
112 ὑπό-τραυλος
ὑπό-τραυλος, ein wenig stammelnd, stotternd, Hippocr.
-
113 ὑπό-τριτος
ὑπό-τριτος, bezeichnet das Verhältniß, nach welchem eine Zahl um ein Drittheil kleiner ist, als eine andere, Ggstz von ἐπίτριτος, Nicom.
-
114 ὑπό-τριψις
ὑπό-τριψις, ἡ, das Darunter-, Dazu-, Untereinanderreiben, Sp.; – ὑποτρίψεις τριπόδων, die Querhölzer unten an den Tischfüßen, auf welche man die Füße stämmt u. reibt, Mathem. vett.
-
115 ὑπό-τριμμα
ὑπό-τριμμα, τό, eine herbe od. scharfe Brühe von allerlei zusammengeriebenen Kräutern u. Gewürzen; Hippocr.; Poll. 6, 71; Ath. III, 133 c; dah. sprichwörtlich ὑπότριμμα βλέπειν, barsch aussehen, als hätte man Senf oder Meerrettig gegessen, Ar. Eccl. 291.
-
116 ὑπό-τροπος
ὑπό-τροπος, zurückkehrend, heimkehrend, zurückgekommen; Il. 6, 501 Od. 20, 332; ὑπότροπος αὖτις Il. 6, 367; H. h. Apoll. 476; ὑπότροπος οἴκαδε Od. 21, 211. 22, 35; sp. D.; – immer wiederkommend, wie ὑποτροπικός.
-
117 ὑπό-τρητος
ὑπό-τρητος, unten durchbohrt, αὐλός, eine Art Flöte, Ath. IV, 176.
-
118 ὑπό-τροφος
ὑπό-τροφος, v. l. für ὑπόστροφος, Eur. I. A. 1204.
-
119 ὑπό-τρηχυς
ὑπό-τρηχυς, υ, ion. statt ὑπότραχυς, w. m. s.
-
120 ὑπό-τροχος
ὑπό-τροχος, worunter Räder sind, auf Rädern beweglich, πορεῖα, Pol. 8, 36, 11; D. Sic. 20, 48. 91.
См. также в других словарях:
υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… … Dictionary of Greek
ὑπό — úpa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕπο — ὑπό úpa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπό — απαρχαιωμένη πρόθ. ως επίρρ., αποκάτω, σε υποδεέστερη θέση, σε κατώτερη μοίρα: Μην τον λογαριάζεις, είναι υπό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίος. — ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίος. См. Скорпионы … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὑπὸ τῇ λεοντῇ πάλιν ὄνος ὀγκήσεται. — ὑπὸ τῇ λεοντῇ πάλιν ὄνος ὀγκήσεται. См. Осла и в львиной коже по крику узнаешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀποκρύπτεις, καὶ ὑπὸ κόλπου φυλάττεις. — ἀποκρύπτεις, καὶ ὑπὸ κόλπου φυλάττεις. См. Знает одна грудь да подоплека … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄφιν ὑπὸ κόλπου θερμαίνειν. — См. Выкормил змейку на свою шейку … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πῦρ ὑπο τῇ σποδιῇ. — См. Под пеплом искра … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ὑποσταθμώμεθα — ὑπό σταθμάομαι measure by rule pres subj mp 1st pl (attic epic ionic) ὑπό σταθμάομαι measure by rule pres ind mp 1st pl ὑπό σταθμάομαι measure by rule pres subj mp 1st pl (attic epic doric ionic) ὑπό σταθμάομαι measure by rule imperf ind mp 1st… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπανάψει — ὑπό , ἀνά ψέω pres imperat act 2nd sg (attic epic) ὑπό , ἀνά ψέω imperf ind act 3rd sg (attic epic) ὑπό ἀνάπτω make fast on aor subj act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ὑπό ἀνάπτω make fast on fut ind mid 2nd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)