-
1 ὑπό-τροφος
ὑπό-τροφος, v. l. für ὑπόστροφος, Eur. I. A. 1204.
-
2 κῦμα
κῦμα, τό, von κύω, das Angeschwellte; – 1) die Welle, Woge; oft bei Hom. von dem bewegten Meere u. von der Brandung; κύματ' ἐπ' ἠϊονος κλύζεσκον Il. 23, 61; ἐπῶρσ' ἄνεμόν τε κακὸν καὶ κύματα μακρά Od. 5, 109, öfter, wie bei Pind. u. Tragg.; νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι Aesch. Spt. 192; κύματ' ἐν εὐρέϊ πόντῳ βάντ' ἐπιόντα τε Soph. Trach. 113; ἐκ κυμάτων γὰρ αὖϑις αὖ γαλήν' ὁρῶ Eur. Or. 279; in Prosa; ὡς τὸ κῦμα ἔστρωτο Her. 7, 193; κῠμα διαφεύγειν, sprichwörtlich, Plat. Rep. V, 457 b. – Auch ἀριϑμεῖν τὰ κύματα, Luc. Hermot. 84. – Von Luftwellen, Plut. Pompei. 25. – Oft übtr., βοᾷ γὰρ κῦμα χερσαίου στρατοῦ Aesch. Spt. 64, die Heereswogen, wie 108. 1069; bes. von heranwogendem Unglück, στυγνῆς πρὸς κύμασιν ἄτης Prom. 888, vgl. Eum. 796 Suppl. 120; ἴδεσϑέ μ' οἷον ἄρτι κῦμα φοινίας ὑπὸ ζάλης ἀμφίδρομον κυκλεῖται Soph. Ai. 344; κακῶν, συμφορᾶς κῦμα, Eur. Ion 927 Hipp. 824. Aehnl. auch Plat., ἐὰν ἐπέλϑῃ ποτὲ κῦμα κατακλυσμὸν φέρον νόσων Legg. V, 740 e. – 2) wie κύημα, die Frucht im Mutterleibe, die Geburt; τροφὸς δὲ κύματος νεοσπόρου Aesch. Eum. 629, wie αὖϑις τῶνδε κῦμα λαμβάνει Ch. 126, den Keim empfangen; sp. D., δισσὸν κῠμα τέκνων Leon. Tar. 3 (VI, 200); ϑεοῦ βαρὺ κῠμα φέρουσαν Ap. Rh. 4, 1492. Auch bei Theophr. – Nach Galen. der Keim, junger Schoß des Kohls, der wie Spargel gegessen wurde. – In der Architektonik eine Verzierung, Hohlleiste, Aesch. fr. 70. S. κυμάτιον.
См. также в других словарях:
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
ιδιότροφος — ἰδιότροφος, ον (Α) αυτός που τρώει ορισμένα μόνο είδη τροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + τροφος (< τροφή), πρβλ. οικό τροφος, υπό τροφος. Το σύνθ. με ενεργητική σημ. εν αντιθέσει προς τα τρόφος (πρβλ. ιδιο τρόφος), που έχουν παθητική σημ.] … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
AMPHIDROMIA — etsi von fuerit Amphidromiorum publica sollennitas, sed privatorum affectibus conscrata: tamen hîc omittenda nonfuit, quodcum omnes sigillatim homines specter, etiam Δημοτελὴς appellari quodammodo videarut. Igitur Α᾿μφιδρόμια, vel ut alii… … Hofmann J. Lexicon universale
ορθοτίτθιος — ὀρθοτίτθιος και ὀρθότιτθος, ον (ΑΜ) (για γυναίκα) αυτή τής οποίας οι μαστοί προεξέχουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + τίτθιος / τιτθος (< τίτθη «τροφός»), πρβλ. υπο τίτθιος / υπό τιτθος] … Dictionary of Greek
UNGENDI Ritus — olim frequens admodum. Namque infantem uterô egressum statim lavabant, partim sale, partim aquâ, eâque vel tepidâ, vel fervente, vel frigidâ, quâ Germani etiam legitimum fetum explorârunt, Lacones vinô: Additum apud Graecos oleum in χύτλῳ, de quo … Hofmann J. Lexicon universale
αγητός — (6ος αι. π.Χ.).Σπαρτιάτης, γιος του Αλκείδου και φίλος του βασιλιά της Σπάρτης Αρίστωνος. Ο Ά. είχε νυμφευτεί μια από τις ωραιότερες γυναίκες του Άργους, που σύμφωνα με την παράδοση ήταν ως βρέφος πολύ άσχημη, αλλά η τροφός της την πήγαινε… … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek
ομότιτθος — ὁμότιτθος, ον (Α) αυτός που ανατράφηκε από την ίδια τροφό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + τιτθος (< τίτθη «τροφός»), πρβλ. υπό τιτθος] … Dictionary of Greek