Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὑπόμνημα

См. также в других словарях:

  • ὑπόμνημα — reminder neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόμνημα — το / ὑπόμνημα, ΝΜΑ [ὑπομιμνήσκω] 1. γραπτό σημείωμα με το οποίο γίνεται υπενθύμιση για κάτι 2. κάθε μέσο με το οποίο υπενθυμίζει κανείς κάτι σε κάποιον 3. γραπτή αίτηση ή αναφορά απευθυνόμενη σε μια αρχή με σκοπό την γνωστοποίηση ή υπενθύμιση… …   Dictionary of Greek

  • υπόμνημα — το, ατος 1. έγγραφο με το οποίο υπενθυμίζεται κάτι, υπομνηστικό σημείωμα. 2. γραπτή έκθεση για καταστάσεις ή γεγονότα, που υποβάλλεται σε κάποια αρχή για να ενεργήσει αυτή όπως πρέπει: Δώσαμε στο νομάρχη το υπόμνημα για τη διάνοιξη του δρόμου. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπόμνημ' — ὑπόμνημα , ὑπόμνημα reminder neut nom/voc/acc sg ὑπόμνημαι , ὑπομνάομαι court clandestinely pres ind mp 1st sg ὑ̱πόμνημαι , ὑπομνάομαι court clandestinely perf ind mp 1st sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνημάτων — ὑπόμνημα reminder neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνήμασι — ὑπόμνημα reminder neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνήμασιν — ὑπόμνημα reminder neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνήματα — ὑπόμνημα reminder neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνήματι — ὑπόμνημα reminder neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνήματος — ὑπόμνημα reminder neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπομνηματικός — ή, ό / ὑπομνηματικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπόμνημα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ὑπόμνημα ή αυτός που χρησιμεύει για υπόμνημα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ερμηνευτικές σημειώσεις, σε σχόλια κειμένων αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»