-
1 ὑπο-χαράσσω
ὑπο-χαράσσω, att. - ττω, darunter einkratzen, eingraben, Plut. Alex. 69.
-
2 ὑποχαράσσω
ὑπο-χαράσσω, darunter einkratzen, eingraben
См. также в других словарях:
χαρακτήρας — Παραγόμενη από το χαράσσω, σκαλίζω, η λέξη χ., στη φιλοσοφία και στην ψυχολογία, σημαίνει το τυπικό αποτέλεσμα, στην ατομική περίπτωση –που πάντα αλλάζει, αλλά ωστόσο έχει σταθερότητα και συνέπεια– της διαπλαστικής επίδρασης παραγόντων, που… … Dictionary of Greek