-
1 ὑπο-βόρβορος
ὑπο-βόρβορος, mit schlammigem Grunde, Sp.
-
2 ὑποβόρβορος,
ὑπο-βόρβορος, u. ὑπο-βορβόριος, mit schlammigem Grunde -
3 ὑποβορβόριος
ὑπο-βόρβορος, u. ὑπο-βορβόριος, mit schlammigem Grunde
См. также в других словарях:
φιλοβόρβορος — ον, Μ αυτός που τού αρέσει να κυλιέται στην λάσπη, στον βούρκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βόρβορος «λάσπη, βούρκος» (πρβλ. ὑπο βόρβορος)] … Dictionary of Greek