-
1 βαβύας
Grammatical information: m.\/f.?Meaning: βόρβορος, πηλός H; βαβύη χείμαρρος, οἱ δε πόλις [read πηλός?] H.; βακίας [read βαβύας?] βόρβορος, πηλός ὑπὸ Ταραντίνων EM 186,1Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βαβύας
См. также в других словарях:
φιλοβόρβορος — ον, Μ αυτός που τού αρέσει να κυλιέται στην λάσπη, στον βούρκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βόρβορος «λάσπη, βούρκος» (πρβλ. ὑπο βόρβορος)] … Dictionary of Greek