-
1 υποψία
ὑποψίᾱ, ὑποψίαsuspicion: fem nom /voc /acc dualὑποψίᾱ, ὑποψίαsuspicion: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ὑποψίαι, ὑποψίαsuspicion: fem nom /voc plὑποψίᾱͅ, ὑποψίαsuspicion: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 υποψια
ион. ὑποψίη ἥ подозрение(ἔς τινα Her.)
ὑ. τινός, πρός τι и ὑπέρ τινος Plut. — подозрение насчет чего-л.;ὑποψίαν ἔχειν Her., Plat. — навлечь на себя подозрение, внушать недоверие;ὑποψίας πρὸς ἀλλήλους ποιεῖν Lys. — возбуждать взаимные подозрения; -
3 υπόψια
-
4 ὑπόψια
-
5 ὑποψία
ὑποψία, ας, ἡ (ὑφοράω ‘look at fr. below’ cp. ὑποπτεύω; Hdt. et al.; CGFP 257, 69; pap; 2 Macc 4:34; Philo) suspicion διὰ τὴν ὑποψίαν τὴν πρὸς τὴν γυναῖκα out of suspicion about his wife AcPl Ha 4, 9.—Frisk s.v. ὄπωπα; cp. DELG. p. 811. -
6 υποψία
-
7 ὑποψία
Βλ. λ. υποψία -
8 ὑποψίᾳ
Βλ. λ. υποψία -
9 ὑποψία
ὑπ-οψία, later [full] ὑφοψία (first in PSI4.340.14 (iii B. C.)), [dialect] Ion. [full] ὑποψίη, ἡ: (ὑφοράω, [tense] fut. ὑπόψομαι):I of the subject, suspicion, ill-feeling,ὑποψίην ἔς τινα ἔχειν Hdt.3.52
, cf. Th.4.27, And.1.68;τὰ ἴχνη τῆς ὑ. φέροντα εἴς τινα Antipho 2.3.10
;μεστὸς ὑποψίας Lys.1.17
;ὑ. πρός τινα D.48.18
, Plu.Cic.43;ὑ. λαμβάνειν κατά τινος D.29.24
;αἱ τῶν μετεώρων ὑ. Epicur.Sent.11
;τὸ σκότος ἐν ὑποψίᾳ ποιούμενος Aeschin.1.10
; ἐν ὑποψίαις, δι' ὑποψίας ἔχειν τινά, Plu.Pyrrh.23, Cat.Ma.23; ὑ. γίγνεται, εἰσῆλθέν τινι, Th.2.13, Pl.Ly. 218c; ἐς ὑ. καθιστάναι τινά to bring him into suspicion, Th.5.29;ὑποψίαν πρὸς ἀλλήλους ποιεῖν Lys. 25.30
; opp. εἰς ὑποψίας ἐμπεσεῖν, Antipho 2.2.3.2 of the object, ὑ. εἶχον were regarded with suspicion, Hdt.9.99; πολλὰς ἔχει ὑ. admits of suspicions, Pl.Phd. 84c; ὑ. ἐνδιδόναι ὡς .. Id.Lg. 887e;ὑ. παρέχειν Th.1.132
, cf. Phld.Piet. 111;ὑ. παρέχειν μὴ εἶναί τι Pl.Mx. 247e
: Astron., ἡ πρώτη ὑ. the first time the observer suspects he has been a star rising, the first glimpse, Ptol.Alm.8.6.b apprehension,ὁ κατὰ τὴν ὑ. φόβος Epicur.Sent.34
; φόβος καὶ ὑ. Polystr.p.7 W.;αἱ τῶν μετεώρων ὑ. καὶ αἱ περὶ θανάτου Epicur.Sent.11
.II jealous, censorious watch,ἡ πρὸς ἀλλήλους τῶν ἐπιτηδευμάτων ὑ. Th.2.37
. -
10 υποψία
[ипопсиа] ουσ. θ. подозрение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υποψία
-
11 ὑποψία
-ας + ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 2 Mc 4,34 -
12 υποψία
[ипопсиа] ουσ θ подозрение. -
13 ὑποψία
ὑπ-οψία, ἡ, Argwohn, Vermutung; argwöhnische, tadelsüchtige Beobachtung -
14 υποψία
cомневањеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > υποψία
-
15 υποψία
soupçon -
16 υποψία
podejrzenie (n) rzecz. -
17 υποψία
1) podezření2) tušení -
18 υποψία
suspicionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > υποψία
-
19 βάσιμη υποψία
оcновано cомневањеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > βάσιμη υποψία
-
20 şüphelenme
υποψία
См. также в других словарях:
ὑποψία — ὑποψίᾱ , ὑποψία suspicion fem nom/voc/acc dual ὑποψίᾱ , ὑποψία suspicion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποψία — η / ὑποψία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑποψίη, και ὑφοψία, Α [ὕποπτος] το να υποπτεύεται κανείς κάποιον ή κάτι, έλλειψη εμπιστοσύνης, υπόνοια, δυσπιστία, αμφιβολία (α. «έχω υποψίες ότι δεν είναι αυτός που φαίνεται» β. «ὑποψίας μεστός», Λυσ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ὑποψίᾳ — ὑποψίαι , ὑποψία suspicion fem nom/voc pl ὑποψίᾱͅ , ὑποψία suspicion fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποψία — η το να υποπτεύεται κανείς κάτι, έλλειψη εμπιστοσύνης, αμφιβολία με ανησυχία, υπόνοια: Αυτός συγκεντρώνει τις υποψίες για το έγκλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπόψια — ὑπόψιος viewed from beneath neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποψίας — ὑποψίᾱς , ὑποψία suspicion fem acc pl ὑποψίᾱς , ὑποψία suspicion fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποψίαι — ὑποψία suspicion fem nom/voc pl ὑποψίᾱͅ , ὑποψία suspicion fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποψίαν — ὑποψίᾱν , ὑποψία suspicion fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποψιῶν — ὑποψία suspicion fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποψίαις — ὑποψία suspicion fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποψίην — ὑποψία suspicion fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)