Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑποτομ-ή

См. также в других словарях:

  • υποτομή — ἡ, Α 1. τομή αποκάτω, κόψιμο από τη ρίζα 2. βαθμιαία αποκοπή 3. μικρή τομή, υποδιαίρεση τής τομής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑποτομ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. ὑποτέμνω + κατάλ. ή] …   Dictionary of Greek

  • υπότομος — ον, Α (για αδίκημα) αυτό που έχει παραγραφεί λόγω παρελεύσεως ορισμένου χρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑποτομ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. ὑποτέμνω + κατάλ. ος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»