-
1 ὑποτομεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποτομεύς
-
2 ὑποτομή
ὑποτομ-ή, ἡ,A a cutting off below, Plu.2.980c; cutting away underneath, Thphr. HP9.2.7, Heliod ap.Orib.45.6.3, Leonid. ap. Aët.7.71: pl., trimmed surfaces of blocks of stone in architecture, IG7.3073.113, 114 (Lebad., ii B. C.).II a smaller incision or line, Procl. Hyp.3.11; sub-division,Theol.Ar.
4. -ος, ον, null and void, rescinded, IG5(2).344.14 (Orchom. Arc., iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποτομή
См. также в других словарях:
υποτομή — ἡ, Α 1. τομή αποκάτω, κόψιμο από τη ρίζα 2. βαθμιαία αποκοπή 3. μικρή τομή, υποδιαίρεση τής τομής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑποτομ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. ὑποτέμνω + κατάλ. ή] … Dictionary of Greek
υπότομος — ον, Α (για αδίκημα) αυτό που έχει παραγραφεί λόγω παρελεύσεως ορισμένου χρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑποτομ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. ὑποτέμνω + κατάλ. ος] … Dictionary of Greek