Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὑποτακτικῶς

См. также в других словарях:

  • υποτακτικώς — MA επίρρ. βλ. υποτακτικός …   Dictionary of Greek

  • ὑποτακτικῶς — ὑποτακτικός post positive adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποτακτικός — ή, ό / ὑποτακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και υποταχτικός, ή, ό, Ν [ὑποτάσσω] το θηλ. ως ουσ. η υποτακτική γραμμ. η έγκλιση τού ρήματος που παρουσιάζει το περιεχόμενό του ως προσδοκώμενο, που δηλώνει κυρίως επιθυμία και προσδοκία νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»