-
1 υποτακτικός
-
2 ὑποτακτικός
-
3 ὑποτακτικός
A post-positive, necessarily placed after something with which it is combined, e.g. μοι, opp. ὑποτασσόμενος (capable of being placed after, e. g. ἐμοί), A.D.Pron.35.22, cf. Adv. 126.21; ὑ. συλλαβαί, e.g. γμ, κμ, χμ, Id.Synt.7.9, cf. 58.3; ὑ. φωνῆεν a vowel which must come second in a diphthong, EM203.47, al.; στοιχεῖα (i.e. ι and υ) D.T.631.8; οὐχ ὑ. τῷ ν ¯ τὸ π ¯, π cannot follow ν, D.H.Comp.22. Adv. -κῶς, opp. προτακτικῶς, A.D. Synt.227.15.2 ὑ. ἄρθρον, i.e. ὅς, ἥ, ὅ, D.T.640.6, A.D.Pron. 110.14, Greg.Cor.p.385 S.;τὸ ὅς ὑποτακτικόν Ath.11.493b
;ὑ. σύνταξις τῶν ἄρθρων A.D.Synt.87.2
.3 of Verbs, ὑ. ἔγκλισις subjunctive mood, D.T.638.8, A.D.Synt.246.15, al.; τὰ καλούμενα ὑ. ῥήματα verbs in the subjunctive, ib.265.25, cf. Conj.243.13, 244.18, al.; ἐὰν τοῦτο -κὸν ᾖ if this is subjunctive, Phryn.337; ὑ. σύνδεσμος conjunction requiring the subjunctive, Thom.Mag.p.132 R.4 -τακτικόν, τό, a charm for bringing people into subjection, PMag. Lond.121.940; ὑ. Ἀπόλλωνος ib.124.36.5 ὑποτακτικὰ ζῴδια the feminine ζῴδια, i.e. even numbers beginning with Taurus, Cat.Cod.Astr.1.165, 5(1).187.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποτακτικός
-
4 υποτακτικά
ὑποτακτικόςpost-positive: neut nom /voc /acc plὑποτακτικά̱, ὑποτακτικόςpost-positive: fem nom /voc /acc dualὑποτακτικά̱, ὑποτακτικόςpost-positive: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 ὑποτακτικά
ὑποτακτικόςpost-positive: neut nom /voc /acc plὑποτακτικά̱, ὑποτακτικόςpost-positive: fem nom /voc /acc dualὑποτακτικά̱, ὑποτακτικόςpost-positive: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 υποτακτικώ
ὑποτακτικόςpost-positive: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————ὑποτακτικόςpost-positive: masc /neut dat sg -
7 υποτακτικών
-
8 ὑποτακτικῶν
-
9 υποτακτικόν
-
10 ὑποτακτικόν
-
11 υποτακτική
-
12 ὑποτακτικῇ
-
13 υποτακτικής
-
14 ὑποτακτικῆς
-
15 υποτακτικαί
-
16 ὑποτακτικαί
-
17 υποτακτικοίς
-
18 ὑποτακτικοῖς
-
19 υποτακτικού
-
20 ὑποτακτικοῦ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
υποτακτικός, -ή — και ιά, ό και υποταχτικός, ή και ιά, ό 1. αυτός που είναι ταγμένος κάτω από τις διαταγές άλλου. 2. αυτός που υποτάσσεται πρόθυμα, ο πειθαρχικός: Υποταχτικός στρατιώτης. 3. (γραμμ.), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόταξη (βλ. λ.): Υποτακτική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποτακτικός — post positive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτακτικός — ή, ό / ὑποτακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και υποταχτικός, ή, ό, Ν [ὑποτάσσω] το θηλ. ως ουσ. η υποτακτική γραμμ. η έγκλιση τού ρήματος που παρουσιάζει το περιεχόμενό του ως προσδοκώμενο, που δηλώνει κυρίως επιθυμία και προσδοκία νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ … Dictionary of Greek
ὑποτακτικά — ὑποτακτικός post positive neut nom/voc/acc pl ὑποτακτικά̱ , ὑποτακτικός post positive fem nom/voc/acc dual ὑποτακτικά̱ , ὑποτακτικός post positive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτακτικῶν — ὑποτακτικός post positive fem gen pl ὑποτακτικός post positive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτακτικόν — ὑποτακτικός post positive masc acc sg ὑποτακτικός post positive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτακτικαί — ὑποτακτικός post positive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτακτικοῖς — ὑποτακτικός post positive masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτακτικοί — ὑποτακτικός post positive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτακτικοῦ — ὑποτακτικός post positive masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτακτικούς — ὑποτακτικός post positive masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)