-
1 υποστράτηγος
-
2 ὑποστράτηγος
-
3 υποστρατηγος
-
4 υποστράτηγος
ο генерал-майор -
5 υποστράτηγος
[ипостратигос] ουσ. а. (στρατ.) генерал-майор,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υποστράτηγος
-
6 υποστράτηγος
[ипостратигос] ουσ α (στρατ) генерал-майор. -
7 ὑποστράτηγος
ὑποστρᾰτηγ-ος (proparox.), ὁ,A subordinate commander, X.An.3.1.32; = Lat. legatus, D.H.19.14(18), App.Hann.10, al., D.C.59.21, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποστράτηγος
-
8 ὑποστράτηγος
ὑπο-στράτηγος, ὁ, Unterfeldherr. Bei den Römern legatus -
9 та. α. υποστράτηγος
[γκινιράλ'νυΐ] επ. γενικός -
10 та. α υποστράτηγος
[γκινιράλ'νυϊ] επ γενικός -
11 legatus
lēgātus, ī, m. (lēgo, āre), I) der Gesandte, Cic. u.a.: legatos mittere, Cic. u.a.: Hispaniae deinde utriusque legati aliquot populorum in senatum introducti, Liv. – II) der Legat, d.i. a) der oberste Amtsgehilfe eines Feldherrn, Unterfeldherr, Legat (ὑποστράτηγος), gew. zwei, die die beiden Flügel befehligten, Caes. u.a.: aber unter den Kaisern auch legati legionum, Befehlshaber einer Legion, Suet. Tib. 19; Vesp. 4, 1. – b) der oberste Amtsgehilfe eines Statthalters, Legat, der mit ihm in die Provinz ging, um ihm in allen seinen Amtsgeschäften zur Seite zu stehen, Nep. u.a.: legatum sibi legare, Cic. – c) zur Kaiserzt. der vom Kaiser in die Provinz geschickte Statthalter, Tac. u.a.
-
12 υπο-
приставка со знач.1) под- (ὑπόγειος)2) подчиненности (ὑποστράτηγος)3) скрытости, незаметности или постепенности (ὑπέρχομαι)4) ослабленности качества (ὑπόλευκος) -
13 генерал-майор
генерал-майорм ὁ ὑποστράτηγος. -
14 υποστρατήγοις
-
15 ὑποστρατήγοις
-
16 υποστρατήγου
-
17 ὑποστρατήγου
-
18 υποστρατήγους
-
19 ὑποστρατήγους
-
20 υποστρατήγω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὑποστράτηγος — subordinate commander masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποστράτηγος — ο / ὑποστράτηγος, ΝΑ [στρατηγός] νεοελλ. στρ. ανώτατος αξιωματικός τού στρατού, με βαθμό ανώτερο από τού ταξιάρχου και κατώτερο από τού αντιστρατήγου αρχ. αξιωματικός υπό τις διαταγές στρατηγού («ὅπου μὲν στρατηγὸς σῶς εἴη τὸν στρατηγὸν… … Dictionary of Greek
υποστράτηγος — ο ανώτατος αξιωματικός του στρατού, αμέσως ανώτερος του ταξίαρχου και αμέσως κατώτερος του αντιστράτηγου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποστρατήγοις — ὑποστράτηγος subordinate commander masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστρατήγου — ὑποστράτηγος subordinate commander masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστρατήγους — ὑποστράτηγος subordinate commander masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστρατήγων — ὑποστράτηγος subordinate commander masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστρατήγῳ — ὑποστράτηγος subordinate commander masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστράτηγοι — ὑποστράτηγος subordinate commander masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστράτηγον — ὑποστράτηγος subordinate commander masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποστρατηγώ — έω, Α [ὑποστράτηγος] υπηρετώ ως υποστράτηγος … Dictionary of Greek