-
1 ὑποπιπίσκω
A = ὑποποτίζω, [tense] aor. inf. -πῖσαι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποπιπίσκω
См. также в других словарях:
υποπιπίσκω — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑποποτίζω»*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πιπίσκω «δίνω σε κάποιον να πιει»] … Dictionary of Greek