-
1 ὑποποτίζω
A give to drink a little, Hsch. s.v. ὑποπῖσαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποποτίζω
-
2 υποποτίσαι
ὑποποτίζωgive to drink a little: aor inf actὑποποτίσαῑ, ὑποποτίζωgive to drink a little: aor opt act 3rd sg -
3 ὑποποτίσαι
ὑποποτίζωgive to drink a little: aor inf actὑποποτίσαῑ, ὑποποτίζωgive to drink a little: aor opt act 3rd sg -
4 ὑποπιπίσκω
A = ὑποποτίζω, [tense] aor. inf. -πῖσαι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποπιπίσκω
См. также в других словарях:
υποποτίζω — Α [ποτίζω] δίνω σε κάποιον να πιει λίγο … Dictionary of Greek
ὑποποτίσαι — ὑποποτίζω give to drink a little aor inf act ὑποποτίσαῑ , ὑποποτίζω give to drink a little aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποπιπίσκω — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑποποτίζω»*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πιπίσκω «δίνω σε κάποιον να πιει»] … Dictionary of Greek