-
1 ὑποξενίζω
A talk in a curious way of, τι Luc.Icar.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποξενίζω
-
2 υποξενίζειν
-
3 ὑποξενίζειν
-
4 υποξενίζοντας
-
5 ὑποξενίζοντας
-
6 υποξενίζοντος
-
7 ὑποξενίζοντος
См. также в других словарях:
υποξενίζω — Α 1. μιλώ με κάπως αλλόκοτο τρόπο, μεταχειρίζομαι ξενικές λέξεις ή φράσεις στον λόγο μου 2. (αμτβ.) είμαι κάπως παράξενος («κἂν ὑποξενίζειν δοκῇ ὁ λόγος», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ξενίζω «μιλώ με ξενική προφορά»] … Dictionary of Greek
ὑποξενίζειν — ὑποξενίζω talk in a curious way of pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποξενίζοντας — ὑποξενίζω talk in a curious way of pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποξενίζοντος — ὑποξενίζω talk in a curious way of pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)